-
1 πρῴραθε
πρῴρᾱθε, (ν)1 from the prow “ πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς” (Bergk: πρώραθεν codd.) P. 4.22 ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε (Bergk: πρώραθε codd.) P. 10.52 -
2 πρωραθε
adv. (тж. ἐκ π. Theocr.) со стороны корабельного носа, спереди Pind.π. ναυμαχεῖν Thuc. — сражаться с кораблей, обращенных носами к противнику;
λεπτὰ τὰ π. ἔχειν Thuc. — иметь корабли с непрочными носовыми частями -
3 πρώραθε
-
4 πρῴραθε
-
5 πρώρᾱθεν
-
6 ἄγκυρα
ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.)1 anchorἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101
“ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” P. 4.24ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν P. 4.192
κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.51
met.,ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
-
7 ἄλκαρ
1 defence, protectionταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
-
8 ἐρείδω
a plant firmly ἢ σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) P. 4.267ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
b press hard upon met.ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος O. 9.31
—2. ἄρουρα, ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ i. e. shipwrecked I. 1.36c sens. dub. Ἰσμηνοῦ δ' ἐπ ὄχθαισι γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι (v. l. ἐρυσάμενοι: ἀπέθεντο Σ paraphr.: ἀμερσάμενοι coni. Schr.: “ils laissèrent choir le doux espoir de retour.” Puech.) N. 9.23 -
9 πέτρα
1 rockἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98
] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325. -
10 ταχύς
1 quickἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ταχέες ἔβαν P. 4.179
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
superl.,ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77
adv.,εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23. -
11 χοιράς
χοιρᾰς f. adj.,1 like a hog's back ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (i. e. a low reef) P. 10.52 -
12 ἐρείδω
ἐρείδω fut. ἐρείσω Pr 3:26; TestSol 6:10; 1 aor. ἤρεισα (Hom. et al.; LXX; Jos., Bell. 7, 283, Ant. 8, 133; SibOr 4, 106) to stick in someth., jam fast, become fixed (Aeschyl., Ag. 976; Plut., Numa 60 [2, 2], Crass. 554 [19, 4]) of the bow of a ship Ac 27:41 (cp. Pind., P. 10, 51f ταχὺ δʼ ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρώραθε=quickly drop the anchor fr. the prow and let it grapple the bottom).—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
πρῴραθε — πρῴρᾱθε , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] … Dictionary of Greek