-
1 πρώρᾱθεν
См. также в других словарях:
πρῴραθε — πρῴρᾱθε , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] … Dictionary of Greek