-
1 πρωραθε
adv. (тж. ἐκ π. Theocr.) со стороны корабельного носа, спереди Pind.π. ναυμαχεῖν Thuc. — сражаться с кораблей, обращенных носами к противнику;
λεπτὰ τὰ π. ἔχειν Thuc. — иметь корабли с непрочными носовыми частями
См. также в других словарях:
πρῴραθε — πρῴρᾱθε , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] … Dictionary of Greek