-
41 пропедевтика
η προπαίδευση, η προ-παιδείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропедевтика
-
42 пропеллер
η έλικ/α, η έλιξ, разг. η προ-πέλλαтянущий - της έλξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропеллер
-
43 пропилен
хим. το προπυλένιο, το προ-πένιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропилен
-
44 разогревать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разогревать
-
45 регенератор
(в теплотехнике) о προ-θερμαντήρας/εναλλάκτης (διά της επανα-κτημένης θερμότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенератор
-
46 уступ
1. (часть чего-л., отступающая от основной линии и образующая ступень, выемку) η (προ)εξοχή, η προβολή 2. горн. η αναβαθμίδαη βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уступ
-
47 эра
η εποχήазойская - ο αζωϊκός αιώνας, ο αρχαϊκός αιώναςархейская - (геол.) см. азойская -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эра
-
48 вербовать
-
49 возникать
возникать, возникнуть προ κύπτω, γεννιέμαι* у меня воз никло сомнение μου γεννήθη κε μια αμφιβολία* * *= возникнутьπροκύπτω, γεννιέμαιу меня́ возни́кло сомне́ние — μου γεννήθηκε μια αμφιβολία
-
50 глубокий
глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα* * *в разн. знач.глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη
глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο
глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα
глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο
глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα
-
51 график
I график I м 1) το διάγραμ μα 2) (план работы ) το πρό γραμμα (της δουλειάς) II график II м (художник ) ο σχεδιογράφος* * *I м1) το διάγραμμα2) ( план работы) το πρόγραμμα (της δουλειάς)II м( художник) ο σχεδιογράφος -
52 дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα* * *сде́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης
2) (занятие, работа) η δουλειάу меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα
3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός4) ( поступок) το έργο, η πράξη5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη6) юр. η υπόθεση; ο φάκελοςгражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση
••как дела́? — πώς τα πάτε
в чём де́ло? — τι συμβαίνει
в са́мом де́ле? — αλήθεια
де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…
на де́ле — στην πραγματικότητα
пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα
-
53 догнать
-
54 доступный
доступный в разн. знач. προσιτός \доступныйые цены οι προ σιτές τιμές* * *в разн. знач.досту́пные це́ны — οι προσιτές τιμές
-
55 жалоба
жалоба ж το παράπονο книга жалоб и предложений το βιβλίο παραπόνων και προ τάσεων* * *жτο παράπονοкни́га жа́лоб и предложе́ний — το βιβλίο παραπόνων και προτάσεων
-
56 идея
идея ж в разн. знач. η ιδέα передовые \идеяи οι προ οδευτικές ιδέες \идея произведения η ιδέα (или το νόημα) του έργου* * *ж в разн. знач.η ιδέαпередовы́е иде́и — οι προοδευτικές ιδέες
иде́я произведе́ния — η ιδέα ( или το νόημα) του έργου
-
57 кандидатура
кандидатура ж η υποψη φιότητα* выставить (снять) свою \кандидатурау υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητα μου выдвину! ь чью-л. \кандидатурау προ τείνω υποψήφιο* * *жη υποψηφιότηταвы́ставить (снять) свою́ кандидату́ру — υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητά μου
вы́двинуть чью-л. кандидату́ру — προτείνω υποψήφιο
-
58 эра
-
59 бокал
бокалм τό ποτήρι, τό κύπελλο[ν]:поднимать \бокал за кого-л. (προ)πίνω στήν ὑγεία κάποιου. -
60 бруствер
брустверм воен. ἡ ἔπαλξη [-ις], ὁ προ-μαχόνας [-ών], τό μετερίζι.
См. также в других словарях:
πρό — before indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό … Dictionary of Greek
προ — (πρόθ.), μπροστά, πριν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις γέροντας. — См. Курицу яйца не учат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προ(ρ)ρομαντικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προρρομαντισμό («προρρομαντικά ρεύματα») … Dictionary of Greek
προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού … Dictionary of Greek
Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)