Перевод: с русского на английский

с английского на русский

πρό

  • 1 pre-whitening

    French\ \ pré-blanchiment (analyse spectrale)
    German\ \ Vorfiltern; Prewhitening
    Dutch\ \ filteren voor trend
    Italian\ \ cancellamento preventivo
    Spanish\ \ el pre-blanquear
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ pre-branqueamento
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ förblekning
    Greek\ \ προ-λεύκανση
    Finnish\ \ esivalkaisu
    Hungarian\ \ elõzetes fényezés
    Turkish\ \ ön beyaz gürültü dönüştürümü
    Estonian\ \ trendi kõrvaldamine; valgendamine
    Lithuanian\ \ balinimas; išankstinis balinimas; nufiltravimas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ oczyszczanie spektrum (wybielanie wstępne)
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ -
    Euskara\ \ pre-zuriketa
    Farsi\ \ zgh bl sh ffaf k rd n
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ قبل التبيض
    Afrikaans\ \ transformasie na witruis; vooraffiltrering
    Chinese\ \ 预 先 消 去
    Korean\ \ 사전백색화

    Statistical terms > pre-whitening

См. также в других словарях:

  • πρό — before indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …   Dictionary of Greek

  • προ — (πρόθ.), μπροστά, πριν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις γέροντας. — См. Курицу яйца не учат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • προ(ρ)ρομαντικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προρρομαντισμό («προρρομαντικά ρεύματα») …   Dictionary of Greek

  • προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …   Dictionary of Greek

  • Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»