-
1 доступный
προσιτός, προσπελάσιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доступный
-
2 доступный
доступный в разн. знач. προσιτός \доступныйые цены οι προ σιτές τιμές* * *в разн. знач.досту́пные це́ны — οι προσιτές τιμές
-
3 общедоступный
общедоступный 1) (о ценах) προσιτός 2) (понятный всем) εκλαϊκευτικός* * *1) ( о ценах) προσιτός2) ( понятный всем) εκλαϊκευτικός -
4 популярный
популярный 1) γνωστός, δημοφιλής 2) εκλαϊκευτικός (об изданий)· απλός, προσιτός (доступный)* * *1) γνωστός, δημοφιλής2) εκλαϊκευτικός ( об издании); απλός, προσιτός ( доступный) -
5 достижимый
επιτευκτός, εφικτός, προσιτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > достижимый
-
6 досягаемый
досяга́емыйприл προσιτός, εὐπρόσιτος, ἐφικτός. -
7 достижимый
достиж||имыйприл ἐπιτευκτός, κατορθωτός / ἐφικτός, προσιτός (доступный). -
8 доступный
досту́пн||ыйприл в разн. знач. προσιτός:\доступныйые цены οἱ προσιτές τιμές· быть \доступныйым для понимания εἶμαι εὐκολονόητος, εἶμαι κατανοητός. -
9 невысокий
невысок||ийприл1. χαμηλός / κοντός (о росте)·2. (небольшой) μικρός, χαμη-λος / εὐτελής, προσιτός (о цене)·3. (посредственный) κακός, εὐτελής:товар \невысокийого ка́чества ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας· я \невысокийого мнения о нем δέν ἔχω μεγάλη ἐκτίμηση γι ' αὐτόν. -
10 общедоступный
общедоступныйприл1. (ηο цене) φτηνός, προσιτός:\общедоступныйые цены οἱ προσιτές τιμές·2. (понятный, популярный) κατανοητός ἀπ ὀλους, καταληπτός ἐκ· £λεΓΙΚθς:\общедоступныйаЯ ЛеКцИЯ ἡ ἐκλαϊκευτικ· -
11 достижимый
επ., βρ: -жим, -а, -оεπιτευκτός, κατορθωτός, εφικτός, προσιτός. -
12 доступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно.1. ευπρόσιτος, προσιτός•-ая местность προσιτό μέρος•
-ые цены προσιτές τιμές.
2. ανοιχτός, ελεύθερος•музеи должны быть -ы для широких масс τα μουσεία πρέπει να είναι ανοιχτά για τις πλατιές μάζες.
3. ευκολονόητος, εύληπτος, ευκατάληπτος, ευκατανόητος.4. απλός, καταδεχτικός. || ευαίσθητος, συναισθηματικός• επιδεκτικός.εκφρ.- ая женщина – ευάλωτη γυναίκα, ψυχικάρα, καλοκαθούμενη•доступный зрению ή глазу – ευδιάκριτος. -
13 малодоступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно;1. λίγο προσιτός.2. υψηλόφρονας, μεγαλόφρονας• υπερόπτης. -
14 общедоступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно.1. ευπρόσιτος, προσιτός για όλους• ευαπόκτητος.2. μτφ. κατανοητός, εύληπτος, καταληπτός από όλους. -
15 торный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (για οδό)• (πε)πατημένος, ίσος, ομαλός.2. μτφ. ανοιχτός, πλατύς• προσιτός. || συνηθισμένος, κανονικός• κοινώς παραδεγμένος•уклоняться (выйти) с -ой дороги εκτρέπομαι, βγαίνω από τον κανονικό δρόμο.
См. также в других словарях:
προσιτός — approachable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτός — ή, ό / προσιτός, ή, όν, ΝΑ (για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τόν προσεγγίσει, να τόν πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ ὁρατόν», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός… … Dictionary of Greek
προσιτός — ή, ό αυτός που μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος, να τον φτάσει, να τον αποκτήσει: Το βιβλίο σήμερα είναι προσιτό σ όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσιτά — προσιτός approachable neut nom/voc/acc pl προσιτά̱ , προσιτός approachable fem nom/voc/acc dual προσιτά̱ , προσιτός approachable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτόν — προσιτός approachable masc acc sg προσιτός approachable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτοί — προσιτός approachable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτούς — προσιτός approachable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτή — προσιτός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτήν — προσιτός approachable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek
прикосновенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (προσιτός) доступный … Словарь церковнославянского языка