-
1 πρό-πολος
πρό-πολος, vorn befindlich, vorangehend; bes. – a) vorangehender Diener, Dienerinn, τινί, H. h. Cer. 440; Eur. Hipp. 200 Hel. 576; Ruderknecht, Pind. Ol. 13, 54; bes. vom heiligen Dienste, ϑεοῦ, Priester, Priesterinn, übh. Tempeldiener, Her. 2, 64. – Auch b) der Vorsteher, der Erste, Vorzüglichste, ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεν, Pind. N. 4, 79; πρόπολος τῶν μεγίστων χϑονίων ἐκεῖ τυράννων, Aesch. Ch. 353.
-
2 πρόπολος
-
3 προπολος
ὅ и ἥ1) слуга, служитель(τῶν χθονίων τυράννων Aesch.; θεοῦ Arph.; Πίνδαρος Πιεριδῶν π. Anth.)
2) гребец Pind. -
4 πέλω
πέλω, nur praes. u. impf., πέλει, Il. 3, 3 u. öfter, u. πέλεν, 5, 729 u. sonst, u., wenn das Augm. hinzutritt, in der syncop. Form ἔπλεν, 12, 11; häufiger im med. πέλεται, Il. 11, 392 u. sonst, imperat. πέλευ, 24, 219, u. von der syncop. Form des impf. od. aor. ἔπλεο, zsgzgn ἔπλευ, u. ἔπλετο, Hom. oft mit der Bedeutung des Präsens, vgl. Il. 1, 506. 6, 434. 9, 54 u. oft (s. unten noch Beispiele); πλόμενοι Euphorion bei Schol. Lycophr. 495; für den inf. πελέμεν ist in Parmenid. bei Plat. Soph. 244 e v. l. πελέναι; auch in den Iterativformen πελέσκεο, Il. 22, 433, πελέσκετο, Hes. frg. 22, 4; – sich bewegen, sich regen, wie man auch Il. 3, 3 κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόϑι πρό nehmen kann, das Geschrei regt sich am Himmel; γῆρας καὶ ϑάνατος ἐπ' ἀνϑρώποισι πέλονται, Alter und Tod bewegen sich zu den Menschen heran, kommen über die Menschen, Od. 13, 60; νοῠσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βρο τοῖσιν, 15, 408 (vgl. noch πολέω, πόλος, pello). – Gew. sich an einem Orte bewegen, wie versari, sich daselbst aufhalten, sein, von εἶναι so unterschieden, daß es ein dauerndes, fortgesetztes Vorhandensein, Statthaben ausdrückt, gewöhnlich sein; ᾑ ϑέμις ἀνϑρώπων πέλει, Il. 9, 134; κήδε', ὅσ' ἀνϑρώποισι πέλει, ib. 592; ὅς τε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι ϑεοῖσιν, Il. 15, 38; wiewohl es in manchen Stellen nicht von εἶναι zu unterscheiden ist, ἤδη δεκάτη ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠώς, Od. 19, 192; u. im med., ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο, Il. 1, 284; ὀξὺ βέλος πέλεται, 11, 392; αἶψα δέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται, Od. 1, 393, schnell ist, wird das Haus reich; vgl. Il. 22, 443. 24, 219. 524; παῦροι γάρ τοι παῖδες ὁμοῖοι πατρὶ πέλονται, wenige pflegen gleich zu sein, Od. 2, 276; σέο δ' ἐκ τάδε πάντα πέλονται, Il. 13, 632, von dir geht dies Alles aus; τοῦ δ' ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν, 5, 729, eine silberne Deichsel ging davon aus, war daran; ἠΰτε βοῠς ἀγέληφι μέγ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων, zu sein pflegt, 2, 480; εἰ δή ῥ' ἐϑέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο ϑυμῷ, 14, 337, u. öfter in ähnlichen Verbindungen, eigtl. wenn es dir lieb ward, wenn es dir lieb ist, u. so häufig in Präsensbdtg. Aehnlich Pind. u. Tragg.: εἰ ἔχϑρα πέλει ὁμογόνοις, Pind. P. 4, 145; ἄφαντος ἔπελες, Ol. 1, 46; ϑαυμασταὶ πέλονται, I. 4, 7; ἔπλετο, P. 9, 113; ἐγὼ μὲν οὖν τοιόςδε τῷ τε δαίμονι τῷ τ' ἀνδρὶ τῷ ϑανόντι σύμμαχος πέλω, Soph. O. R. 245; τοῖς τυφλοῖσι γὰρ αὕτη κέλευϑος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Ant. 977; ὅςτις Ἅιδου οἰκήτωρ πέλοι, Tr. 1151; πέλονται, Ai. 159; δεινή τις ὀργὴ καὶ δυςίατος πέλει, Eur. Med. 520, öfter; ἄζηλα πέλει, im Orak. bei Her. 7, 140. Sonst nur noch bei sp. D., wie πελέσϑω Ap. Rh. 1, 1320, πέλουσι Ep. ad. 518 (VII, 56); Anyte 5 (IX, 144) u. öfter in der Anth. – Vgl. noch die compp.
-
5 πέλω
πέλω and [full] πέλομαι, only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.:—[voice] Act., mostly [ per.] 3sg. πέλει, Il.9.134, Sol. 13.16, Pi.P.4.145 (s.v.l.), A. Ch. 534 ; [ per.] 1sg.A ; [ per.] 2sg.πέλεις Nonn. D.44.193
; [ per.] 3pl.πέλουσι AP7.56
, [dialect] Dor.πέλοντι Pi.O.6.100
: [tense] impf.πέλεν Il.8.64
, Hes. Sc. 164, Ar. Pax 1276 (hex.),ἔπλεν Il. 12.11
,ἔπελεν Pempel.
ap. Stob. 4.25.52 ; rarely in other persons, ἔπελες, πέλες, Pi. O. 1.46, Q. S.3.564 ; [dialect] Aeol. [ per.] 1pl.πέλομες Theoc. 29.27
(s. v. l.) ; imper.πέλε A.
R. 1.304 ; subj. ,πέλῃ Theoc. 28.22
; opt.πέλοι Pi. P. 1.56
, A. Pers. 526, etc. ; inf. , 801, Ch. 304 ; [dialect] Ep. πελέναι (v.l. πελέμεν) Parm. 8.45 ; Part. (lyr.):—more freq. in [voice] Med. in same sense, (lyr.), 199,πέλεται Il.11.392
, Alc.26,49, etc.,πελόμεσθα Theoc. 13.4
,πέλεσθε A.R.2.643
,πέλονται Il. 10.351
, S.Aj. 159 (anap.), Archyt. ap. Stob. 3.1.106 (nisi leg. πέλοντι): [tense] impf. [ per.] 3pl.πέλοντο Il.9.526
: [tense] aor. (always augmented)ἔπλεο 1.418
, etc. ; [var] contr.ἔπλευ 9.54
, etc. ;ἔπλετο 22.116
, Hes. Th. 836, Sapph. Supp. 23.26, Emp. 21.2, B. 1.31 ; [dialect] Ion. Iterat.πελέσκεο Il.22.433
,πελέσκετο Hes. Fr. 14.4
, Antim. Col.3 P. ; imper.πέλευ Il.24.219
,πελέσθω A.
R. 1.1320 ; subj. πέληται, -ώμεθα, -ωνται, Il.3.287, 6.358, 16.128 ; opt.πέλοιτο 22.443
, A.Ag. 255 (lyr.) ; inf.πέλεσθαι A.
R. 1.160 ; part. , 810,πλόμενος Euph. 58
(as Hom. in the compds. ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος). —Poet. and [dialect] Aeol., [dialect] Dor., and [dialect] Ion. Prose, Pittac. ap. D. L. 1.81, Archyt. l. c., Aret. CA1.4 :—come into existence, become, be:A as Subst. Verb,οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο Il.24.524
;ὀδόντων καναχὴ πέλεν 19.365
; ;εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
;ἄθλων, οἶά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται Od.8.160
;τιμὴν.. ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ' ἀνθρώποισι πέληται Il. 3.287
; ; τῷ δ' ἤδη δεκάτη.. πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ it was the tenth day since his departure, Od. 19.192 ;γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη 5.392
;ἂν κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο Il.13.677
, cf. Od.4.441 ;σέο δ' ἐκ τάδε πάντα πέλονται Il.13.632
; ;ἐν δὲ γυνὴ.. πέλεν Od.24.211
; τὰ δ' ὀλοὰ πελόμεν' οὐ παρέρχεται when once in being they pass not away, A. Th. 768 (lyr.), cf. Supp. 123, 810 (both lyr.).B as Copula:1 become,αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται Od. 1.393
, cf. Il.24.219 ;λύκων ἤϊα πέλονται 13.103
;ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.68
; ἦ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο.. ὀξὺ βέλος πέλεται quite otherwise does my spear become sharp, i. e. in a very different way does my (emphat.) spear prove its edge, Il.11.392, cf. A.Ag. 392(lyr.).2 be,οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158
;τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο Od. 14.20
; , cf. Il. 10.351, 23.431 ;ῥεῖά τ' ἀριγνώτη πέλεται Od.6.108
;ὀξύτατον πέλεται φάος Il.14.345
, cf.A.Ag. 1124 (lyr.), Eu. 233, S.Ant. 333 (lyr.), E.Med. 520, etc.—In Lesbian verse the Copula, which is usu. omitted, is sts. expressed by πέλεται and πέλονται, as Sapph. 101.3 in [tense] aor., to have become: hence, to be, τίς.. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; what gathering is this? Od.1.225 ; ;ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστιπόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il.6.434
: with part.,λελασμένος ἔπλευ 23.69
; (so as Subst. Verb, Od.2.364) ; in similes, Il.2.480, 8.556. ( πελ- fr. q[uglide]el-'turn', cf. τέλομαι, πόλος, ἀμφι-, ἐπι-, περι-πέλομαι, also ἐπιτέλλω (B), περιτέλλομαι, Skt. cárati 'move' ; for the sense cf. Germ. werden, cogn. with Lat. verto.)
См. также в других словарях:
πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek