Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρότροπος

См. также в других словарях:

  • πρότροπος — before the treading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρότροπος — ὁ, Α (για οίνο) 1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν 2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα 3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep… …   Dictionary of Greek

  • προτρόπου — πρότροπος before the treading masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρόπους — πρότροπος before the treading masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρόπῳ — πρότροπος before the treading masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρότροπον — πρότροπος before the treading masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… …   Dictionary of Greek

  • πρότραπος — ὁ, Α πρότροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τραπέω «πατώ σταφύλια»] …   Dictionary of Greek

  • πρότροπα — Α (κατά τον Ησύχ.) «θυσίας εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρότροπος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»