-
1 πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον (Strabo 7, 3, 11; Ael. Aristid. 46 p. 218 D. al.; OGI 669, 14 [I A.D.]; SIG 1109, 44; pap; 4 Macc 15:2, 8, 23; TestSol 5:5; TestAbr B 1 p. 105, 5 [Stone p. 58]; Jos., Bell. 5, 66, Ant. 2, 51; Just.; Mel., P. 2, 9 al.) lasting only for a time, temporary, transitory (Appian, Bell. Civ. 5, 43, §179) opp. αἰώνιος (Dionys. Hal., Ars Rhet. 7, 4; 6 ἀθάνατος; Cass. Dio 12 Fgm. 46, 1 ἀί̈διος) of the things in the visible world 2 Cor 4:18 (Ps.-Clem., Hom. 2, 15 ὁ μὲν παρὼν κόσμος πρόσκαιρος, ὁ δὲ ἐσόμενος ἀί̈διος; Pel.-Leg. p. 12, 26; JosAs 12:12 ἰδοὺ γὰρ πάντα τὰ χρήματα τοῦ πατρός μου Πεντεφρῆ πρόσκαιρά εἰσι κ. ἀφανῆ, τὰ δὲ δώματα τῆς κληρονομίας σου, κύριε, ἄφθαρτά εἰσι κ. αἰώνια ‘behold, all the property of my father P. is transitory and evanescent, but the bounties of your inheritance, Lord, are incorruptible and eternal’). πρ. ἀπόλαυσις (s. ἀπόλαυσις) Hb 11:25. Of persecutions τὸ πῦρ τὸ πρ. Dg 10:8. Of a pers.: πρ. ἐστιν lasts only a little while (Dalman, PJ 22, 1926, 125f) Mt 13:21; Mk 4:17.—M-M. TW. -
2 πρόσκαιρος
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem nom sg -
3 πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον,A occasional, extraordinary,ἑορτή IG22.1368.44
; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond.3.979.19(iv A.D.);τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp.168.36
(vi A.D.).4 πρόσκαιρον, τό, agreement having temporary validity, Sammelb.6000v.35 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκαιρος
-
4 πρόσκαιρος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-3=3 4 Mc 15,2.8.23temporary, for a time 4 Mc 15,2; present 4 Mc 15,23; neol.→ NIDNTT -
5 πρόσκαιρος
temporaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόσκαιρος
-
6 προσκαίρως
πρόσκαιροςoccasional: adverbialπρόσκαιροςoccasional: masc /fem acc pl (doric) -
7 πρόσκαιρον
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem acc sgπρόσκαιροςoccasional: neut nom /voc /acc sg -
8 προσκαίροις
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem /neut dat pl -
9 προσκαίρου
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem /neut gen sg -
10 προσκαίρους
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem acc pl -
11 προσκαίρων
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem /neut gen pl -
12 πρόσκαιρα
πρόσκαιροςoccasional: neut nom /voc /acc pl -
13 πρόσκαιροι
πρόσκαιροςoccasional: masc /fem nom /voc pl -
14 προσκαίρω
-
15 προσκαίρῳ
-
16 προσκαίρωι
προσκαίρῳ, πρόσκαιροςoccasional: masc /fem /neut dat sg -
17 RÝRR
a. poor, weak, insignificant.* * *adj. [Ulf. rjurs, = θνητός, φθαρτός, πρόσκαιρος, φθειρόμενος, and un-rjurs = ἄφθαρτος]:—thin, poor; rýrt man verða fyrir honum smámennit, Nj. 94; vænti ek at rýr verði þræla-ættin fyrir oss, Lv. 4; var rýrt fyrir þeim lið Herþjófs konungs, Fas. iii. 21; en þar sem hann fór varð rýrt fyrir, i. 281, Karl. 185. -
18 αἰώνιος
A lasting for an age (αἰών 11
), perpetual, eternal (but dist. fr. ἀΐδιος, Plot.3.7.3), ;ἀνώλεθρον.. ἀλλ' οὐκ αἰώνιον Id.Lg. 904a
, cf. Epicur. Sent.28;αἰ. κατὰ ψυχὴν ὄχλησις Id.Nat. 131
G.; κακά, δεινά, Phld.Herc. 1251.18, D.1.13; αἰ. ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι ib.19;τοῦ αἰ. θεοῦ Ep.Rom. 16.26
, Ti.Locr.96c;οὐ χρονίη μοῦνον.. ἀλλ' αἰωνίη Aret.CA1.5
; αἰ. διαθήκη, νόμιμον, πρόσταγμα, LXX Ge.9.16, Ex.27.21, To.1.6;ζωή Ev.Matt.25.46
, Porph.Abst.4.20; κόλασις Ev.Matt. l.c., Olymp. in Grg.p.278J.;πρὸ χρόνων αἰ.
2 Ep.Tim.1.9
: opp. πρόσκαιρος, 2 Ep.Cor. 4.18.4 Adv. - ίως eternally,νοῦς ἀκίνητος αἰ. πάντα ὤν Procl.Inst. 172
, cf. Simp. in Epict.p.77D.; perpetually, μισεῖν Sch.E.Alc. 338.5 αἰώνιον, τό, = ἀείζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰώνιος
См. также в других словарях:
πρόσκαιρος — occasional masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πρόσκαιρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί λίγο χρόνο, ο προσωρινός: Πρόσκαιρες απολαύσεις. 2. για φυλάκιση, αυτός που διαρκεί από 10 20 χρόνια: Πρόσκαιρα δεσμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσκαίρως — πρόσκαιρος occasional adverbial πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρον — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc sg πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίροις — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρου — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρους — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρων — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρῳ — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρα — πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)