-
1 γυμνασίαρχος
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc nom sgγυμνασιάρχηςmasc nom sg -
2 γυμνασίαρχος
γυμνᾰσίαρχ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασίαρχος
-
3 γυμνασιάρχου
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc gen sgγυμνασιάρχηςmasc gen sgγυμνασιάρχηςmasc gen sg -
4 γυμνασιάρχους
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc acc plγυμνασιάρχηςmasc acc pl -
5 γυμνασιάρχων
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc gen plγυμνασιάρχηςmasc gen pl -
6 γυμνασίαρχοι
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc nom /voc plγυμνασιάρχηςmasc nom /voc pl -
7 γυμνασίαρχον
γυμνασίαρχοςgymnasiarch: masc acc sgγυμνασιάρχηςmasc acc sg -
8 μελλογυμνασίαρχος
A designate, PLond.2.1166.3 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλογυμνασίαρχος
-
9 γυμνασιάρχω
-
10 γυμνασιάρχῳ
-
11 αἰώνιος
A lasting for an age (αἰών 11
), perpetual, eternal (but dist. fr. ἀΐδιος, Plot.3.7.3), ;ἀνώλεθρον.. ἀλλ' οὐκ αἰώνιον Id.Lg. 904a
, cf. Epicur. Sent.28;αἰ. κατὰ ψυχὴν ὄχλησις Id.Nat. 131
G.; κακά, δεινά, Phld.Herc. 1251.18, D.1.13; αἰ. ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι ib.19;τοῦ αἰ. θεοῦ Ep.Rom. 16.26
, Ti.Locr.96c;οὐ χρονίη μοῦνον.. ἀλλ' αἰωνίη Aret.CA1.5
; αἰ. διαθήκη, νόμιμον, πρόσταγμα, LXX Ge.9.16, Ex.27.21, To.1.6;ζωή Ev.Matt.25.46
, Porph.Abst.4.20; κόλασις Ev.Matt. l.c., Olymp. in Grg.p.278J.;πρὸ χρόνων αἰ.
2 Ep.Tim.1.9
: opp. πρόσκαιρος, 2 Ep.Cor. 4.18.4 Adv. - ίως eternally,νοῦς ἀκίνητος αἰ. πάντα ὤν Procl.Inst. 172
, cf. Simp. in Epict.p.77D.; perpetually, μισεῖν Sch.E.Alc. 338.5 αἰώνιον, τό, = ἀείζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰώνιος
-
12 αὐθαίρετος
αὐθ-αίρετος, ον,A self-chosen, self-elected,στρατηγοί X.An. 5.7.29
; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668;γυμνασίαρχος OGI583.8
;συνήγορος POxy.1242.10
. Adv.- τως Inscr.Magn.163.15
, PLond. 2.280.7 (i A. D.).II by free choice, of one-self, E.Supp. 931;αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17
; independent, free,εὐβουλία Th.1.78
;ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN 1114b6
.III of things, due to one's own choice,ὄλβος B.Fr.20
; usu. of evils, self-incurred, ; ; νόσοι.. αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40;θάνατος X.HG6.2.36
;λῦπαι Men.634
;δυστύχημα Id.618
. Adv.- τως
of free choice, 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr. 361 (iv A. D.);πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24
, independently, Luc.Anach.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαίρετος
См. также в других словарях:
γυμνασίαρχος — gymnasiarch masc nom sg γυμνασιάρχης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… … Dictionary of Greek
γυμνασίαρχος — ο αυτός που επιβλέπει για τη σωστή εφαρμογή των κανονισμών στη διάρκεια των αγώνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνασιάρχου — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιάρχους — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc pl γυμνασιάρχης masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιάρχων — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen pl γυμνασιάρχης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιάρχῳ — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc dat sg γυμνασιάρχης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαρχοι — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc nom/voc pl γυμνασιάρχης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαρχον — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc sg γυμνασιάρχης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλογυμνασίαρχος — μελλογυμνασίαρχος, ὁ (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει γυμνασίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γυμνασίαρχος] … Dictionary of Greek
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek