-
1 πρός-πλαστος
πρός-πλαστος (von προςπλάσσω), dazu od. daran gebildet, daran hangend, haftend.
-
2 πρός-πλαστος [2]
πρός-πλαστος (von προςπλάζω), annahbar, zugänglich, ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόςπλαστοι ξένοις, Aesch. Prom. 718.
-
3 πρόςπλαστος
πρός-πλαστος, dazu od. daran gebildet, daran hängend, haftend--------------------------------πρός-πλαστος, annahbar, zugänglich -
4 καλέω
Aκαλήμεναι Il.10.125
: [dialect] Ion. [tense] impf.καλέεσκον 6.402
; [ per.] 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514
: [tense] fut., [dialect] Ion.καλέω Il.3.383
, [dialect] Att. , X.Smp.1.15, etc.; later , al., Ph.1.69, ([etym.] παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), ([etym.] ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. ( καλέσω in S.Ph. 1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is [tense] aor. 1 subj.): [tense] aor. 1 ἐκάλεσα, [dialect] Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late [dialect] Ep.ἔκλησα Nic.Fr.86
, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): [tense] pf. , etc.:—[voice] Med., [dialect] Att. [tense] fut. , Ec. 864; in pass. sense, S.El. 971, E.Or. 1140, etc.; later καλέσομαι ([etym.] ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: [tense] aor.1ἐκαλεσάμην Hdt.7.189
, Pl.Lg. 937a; [dialect] Ep.καλεσσάμην Il.1.54
, [ per.] 3pl. καλέσαντο ib. 270:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλήσομαι Il.3.138
, A.Th. 698 (lyr.), Pr. 840, etc.;κληθήσομαι Pl.Lg. 681d
, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: [tense] aor.ἐκλήθην Archil.78
, S.OT 1359, Ar.Th. 862, etc.: [tense] pf. κέκλημαι, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.κεκλήαται A.R.1.1128
, [dialect] Ion.κεκλέαται Hdt.2.164
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] plpf.κεκλήατο Il.10.195
; opt.κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph. 119
, : late [tense] pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.I call, summon,εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90
;ἐς Ὄλυμπον Il.1.402
; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for - ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib. 197;καιρὸς καλεῖ.. S.Ph. 466
;κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El. 996
; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.;εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg. 937a
;ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd. 115a
; demand, require, : [tense] aor. [voice] Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in [dialect] Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.;φωνῇ Il.3.161
;ἀγορήνδε λαόν 1.54
; call a witness, Pl.Lg.l.c.2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added,κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16
([voice] Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.;ἐς ἔρανον Pi.O.1.37
; ;ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp. 174d
, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.3 invoke,Δία Hdt.1.44
, cf. Pi.O.6.58, A.Th. 223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra. 482;μάρτυρας κ. θεούς S.Tr. 1248
, cf. D.18.141:—[voice] Med.,τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201
, cf. 216; also ; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC 1385:—[voice] Pass., of the god, to be invoked, A.Eu. 417.4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V. 851, etc.;ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56
; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V. 1441:—[voice] Pass., ; πρὶν τὴν ἐμὴν [ δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu. 780;καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43
; but,b of the plaintiff in [voice] Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu. 1221, al., D.23.63;κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av. 1046
;κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg. 914c
; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm. 25ii7 (iii A.D.).6 metaph. in [voice] Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.II call by name, name,ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403
, cf. Od.5.273, etc.;κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306
; , cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name,εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550
, cf. E. Ion 259, Pl.Cra. 383b, etc. (in [voice] Pass.,οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173
, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag. 1232;τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr. 66b
; ([voice] Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec. 1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm. 147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph. 218c;κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59
;ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11
:—[voice] Pass., to be named or called,Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684
; (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled,ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61
;ὁ κ. θάνατος Pl.Phd. 86d
; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67;καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6
;κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76
.2 [voice] Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status,ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313
, cf. A.Pers.2 (anap.);ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433
; esp. in [tense] pf. [voice] Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61;φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138
; ; ;σὴ κεκλημένη.. ἦα h.Ap. 324
; ;οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers. 242
, cf. S.El. 366, etc.3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758;ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115
;ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10
, etc.: -so in [voice] Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e.καλεῖ με πλαστόν S. OT 780
; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht. 198b, cf. Smp. 205d;τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA 546a3
. -
5 Put
v. trans.P. and V. τιθέναι.Setup: P. and V. καθίζειν.Be put: P. and V. κεῖσθαι.Put aside: see put off, put away.Put aside a garment: Ar. κατατίθεσθαι.Divorce: P. ἐκπέμπειν, ἐκβάλλειν.Put before: P. and V. προτιθέναι; see lay before.Put by: see put aside.I volunlarily gave the sums spent and did not put them down ( to the states account): P. τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην (Dem. 264).Help to put down: P. συγκαταλύειν (acc.)Put out to sea: see put out.Put forward as spokesman: P. προτάσσειν.Put forward for election: P. προβάλλειν (Dem. 276).Introduce: P. and V. ἐπάγειν, εἰσάγειν, εἰσφέρειν, προσφέρειν, προτιθέναι.Put forward as an excuse: P. and V. προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319), V. προτείνειν.Put in, introduce ( evidence): P. ἐμβάλλειν.Put in the witness box: P. ἀναβιβάζειν (τινά).V. intrans. In nautical sense: P. and V. κατάγεσθαι, P. σχεῖν ( 2nd aor. of ἔχειν), καταίρειν, προσβάλλειν.Put in at: P. σχεῖν (dat. or πρός, acc.) ( 2nd aor. of ἔχειν), προσβάλλειν (dat. or πρός, acc. or εἰς, acc.), ναῦν κατάγειν (εἰς, acc.), προσίσχειν (dat.), προσμίσγειν (dat.), καταίρειν (εἰς, acc.), κατίσχειν (εἰς, acc.), P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. προσέχειν) (dat. or εἰς acc., V. also acc., alone), κατάγεσθαι (εἰς, acc., V. acc. alone), V. κέλλειν (εἰς, acc., πρός, acc., ἐπί, acc., or acc. alone); see touch at.Whose puts in at this land: V. ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν (Eur., I.T. 39).Putting in at Malea: V. Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν (Eur., Or. 362).Put in mind: see Remind.Put in practice: P. and V. χρῆσθαι (dat.).If a man sins against you in any way you put off till another time your anger against him: κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ τούτῳ τὴν ὀργὴν εἰς τἆλλα ἔχετε (Dem. 259).Put out to sea: see put out.Evade: P. ἐκκρούειν, διακρούεσθαι; see Evade.They put you off by saying he is not making war on the city: P. ἀναβάλλουσιν ὑμᾶς λέγοντες ὡς ἐκεῖνός γε οὐ πολεμεῖ τῇ πόλει (Dem. 114).I put them off, speaking them fair in word: V. ἐγὼ δὲ διαφέρω λόγοισι μυθεύουσα (Eur., H.F. 76).Put on (clothes, etc.): P. and V. ἐνδύειν, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννύναι, V. ἀμφιβάλλειν, ἀμφιδύεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι, ἀμπίσχειν.Feign: Ar. and P. προσποιεῖσθαι.Put on, adj.: P. προσποιητός.Sham: P. and V. πλαστός (Xen.), V. ποιητός.Put out, cast out: P. and V. ἐκβάλλειν.Stretch out: P. and V. ἐκτείνειν, προτείνειν.Annoy: P. and V. ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), V. ὀχλεῖν.Disconcert: P. and V. ταράσσειν, ἐκπλήσσειν.Put out to sea: P. and V. ἀπαίρειν, ἀνάγεσθαι, ἐξανάγεσθαι, P. ἐπανάγεσθαι, ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀναπλεῖν, αἴρειν.Put out ( against an enemy): P. ἀντανάγεσθαι (absol.), ἀντανάγειν (absol.).Put out in advance: P. προανάγεσθαι.Put out secretly: P. ὑπεξανάγεσθαι.Put out with others: P. συνανάγεσθαι (absol.).Put over, set in command: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).Put round: see put around.Put to: see Shut.Though hard put to it, he got round unobserved: P. χαλεπῶς τε καὶ μόλις περιελθὼν ἔλαθε (Thuc. 4, 36).Put to sea: see put out.Put together: P. and V. συντιθέναι.Put up ( to auction): P. ἀποκηρύσσειν.Put up ( a person to speak): P. ἐνιέναι (ἐνίημι) (Thuc. 6, 29).Put forward: P. προτάσσειν.Put a person up to a thing: use encourage, suggest.Acquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).Put upon: see put on.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Put
См. также в других словарях:
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ … Dictionary of Greek
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
πλαστομερή — τα, Ν χημ. πολυμερή υλικά τα οποία, σε αντιδιαστολή προς τα ελαστομερή, ὁταν υποβληθούν σε μηχανικές τάσεις, αφού πρώτα υποστούν περιορισμένη ή σημαντική ελαστική παραμόρφωση, υφίστανται στη συνέχεια και σημαντική πλαστική παραμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φασματικός — ή, ό / φασματικός, ή, όν, ΝΜ [φάσμα, ατος] φανταστικός, πλαστός, ψευδής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα 2. φρ. α) «φασματική ανάλυση» φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών… … Dictionary of Greek