-
1 πρός-θετος
πρός-θετος, adj. verb. zu προςτίϑημι, hinzu-, angesetzt, angefügt, angehängt, z. B. κόμαι, von falschem Haare, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Luc. Alex. 3, wo es im Ggstz von ἰδία κόμη steht; – Einem zugesprochen, z. B. als Sklave, addictus, Plut. Lucull. 20; – τὸ πρόςϑετον ist auch wie πρόςϑεμα ein Stuhlzapfen.
-
2 εὐ-πρός-θετος
εὐ-πρός-θετος, sich leicht ansetzend, Hippocr.
-
3 ἄ-θετος
ἄ-θετος, 1) nicht gesetzt, dem ϑετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀϑέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀϑέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.
-
4 εὔ-θετος
εὔ-θετος, gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐϑέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.
-
5 εὐ-επί-θετος
εὐ-επί-θετος, leicht anzugreifen, εὐεπίϑετον ἦν ἐνταῦϑα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίϑετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.
-
6 εὐ-μετά-θετος
εὐ-μετά-θετος, leicht umzustellen, umzustimmen, z. B. πρὸς ἔλεον, Plut. reipubl. ger. praec. 3; veränderlich, καὶ ταραχώδης καὶ στασιαστικός Plut. Dio 53.
-
7 δυς-κατά-θετος
δυς-κατά-θετος, schwer zu bestimmen, πρός τι Iambl.
-
8 ἀμφί-θετος
ἀμφί-θετος φιάλη, Hom. nur Il. 23, 270. 616, eine Schaale, die auf beide Seiten gesetzt werden kann, vgl. ἀμφικύπελλον; Schol. Ariston. 616 ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀμφίϑετον, ὅτι ἡ πανταχόϑεν ὑπέρεισιν ἔχουσα, vgl. denselb. 270, Scholl. 243, Apoll. lex. Hom. 25, 9. 163, 11, Eustath. ad Iliad., Athen. XI, 475 e 501, der auch ἀμφίϑετον κελέβειον aus Antimach. (frg. 13) anführt.
-
9 πρόςθετος
πρός-θετος, hinzu-, angesetzt, angefügt, angehängt; κόμαι, von falschem Haare; einem zugesprochen, z. B. als Sklave, addictus; τὸ πρόςϑετον ist auch wie πρόςϑεμα ein Stuhlzapfen -
10 εὐπρόςθετος
-
11 εἰς-ποιέω
εἰς-ποιέω, hineinthun, einführen; χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας Dem. 20, 19; ἑαυτόν, sich ein-, aufdrängen, κοινωνόν, zum Theilnehmer, Din. 1, 32; εἰς τὴν δύναμιν Plut. Pomp. 16; vgl. Luc. Abdic. 16. An Kindes Statt annehmen u. in die Familie einführen, υἱόν Plat. Legg. IX, 878 a; Dem. 44, 24; εἰς τὸν οἶκον 43, 15; πρὸς ὃν εἰςεποιήϑης 44, 27; ἐπὶ τὸ ὄνομα εἰςποιηϑῆναι 36; Ἄμμωνι ἑαυτόν, sich für einen Sohn des Ammon erklären, Plut. Alex. 50. Auch med., Is. 2, 10 u. öfter, auch Sp.; D. Cass. 44, 5, der auch ἐχϑροὺς ἑαυτῷ εἰςπ. sagt, 38, 12. – Εἰςποιητός, an Kindes Statt angenommen, adoptirt, Is. 3, 46 Dem. 44, 24 u. öfter; B. A. 247 erkl. ϑετός.
-
12 εὔθετος
εὔ-θετος, gut gesetzt, gelegt, gut geordnet; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet; εἴς τι, zu etwas geschickt. Adv., εὐϑέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu etwas
См. также в других словарях:
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
ομοιόθετος — η, ο 1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα 2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα» μαθ. όρος τής επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο τού… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… … Dictionary of Greek
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… … Dictionary of Greek
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek