-
1 πρός-εδρος
πρός-εδρος, dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόςεδρος, der Beisitzer.
-
2 εὐ-πρός-εδρος
εὐ-πρός-εδρος, = εὐπάρεδρος, v. l., N. T.
-
3 ἔφ-εδρος
ἔφ-εδρος, 11 darauf sitzend; ταυροκτόνων λεόντων ἔφεδρε Soph. Phil. 399 ch., von Löwen gezogen; πτεροῠντος ἵππου ἔφεδρος Eur. Ion 202; γῆς ἔφεδρος στρατός Rhes. 954, das Land besetzende, im Lande lagernde Heer. – 2) daneben, dabei sitzend, σκηναῖς ἔφ. Ἀγαμεμνονείαις Eur. Tr. 139; τῶν πηδαλίων, der am Steuerruder sitzt, der Steuermann, Plat. Polit. 273 d. – Bes. im Kampfspiel, der Fechter, der statt des Ueberwundenen eintritt u. den Kampf fortsetzt, Ar. Ran. 791 ff., wo der Schol. erkl. ὁ μαχομένων τινῶν παρακαϑήμενος καὶ μέλλων τῷ νεκικηκότι μαχήσασϑαι; ἔφ. ἀγῶνος Plut. Pomp. 53; so vielleicht Soph. Ai. 604 zu nehmen, καί μοι δυςϑεράπευτος Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος, nach dem Schol. ὅτι ἔσχατος ἐλείφϑη Αἴας εἰς κακόν, s. Lob. zu der Stelle; vgl. noch Luc. Hermot. 41 ff.; Plut. Sull. 29; ἔφεδρος ἀμφοῖν, der die von beiden siegende Partei bekämpfen wird, Caes. 28; übertr., ὡς ἔφεδρος ἀνίστημι τὴν τελευταίαν ἀπορίαν, ἐπεὶ ταῖς πρώταις διηγώνισται μετρίως S. N. V. 12; zum Schutze bereitstehend, ἱππόται Eur. Phoen. 1095; als Reserve dienend, Pol. 8, 33, 6; übh. ein frischer, gefährlicher Feind, Pind. N. 4, 96; πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζοίμεϑα Xen. An. 2, 5, 10; ähnlich heißt so Orest Aesch. Ch. 853, mit dem Nebengedanken "der Rächer seines Vaters". – Dah. auch der in die Stelle eines Andern eintritt, βασιλεύς, der Thronfolger, Her. 5, 41; βασιλείας, Kronprätendent, Luc. Gall. 9; – der bei Etwas sitzt, um aufzulauern, der Wächter, Callim. Del. 125; τῶν καιρῶν, der den rechten Zeitpunkt abpaßt, Pol. 3, 12, 6; βίου, der auf den Tod des Andern wartet, Men. Stob. fl. 83, 5. – Bei Hippocr. ist τὸ ἔφεδρον ein feststehender Sitz, Stuhl.
-
4 πρόςεδρος
πρός-εδρος, dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; ὁ πρόςεδρος, der Beisitzer
См. также в других словарях:
ευπρόσεδρος — εὐπρόσεδρος, ον (Α) 1. ευπάρεδρος* 2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πολύεδρος — η, ο / πολύεδρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που… … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek
καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
ποθεδρεία — ἡ, Α ικεσία, δέηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + εδρεία (< εδρος < έδρα), πρβλ. εφ εδρεία, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek