-
121 ἐπιθεραπεύω
A to be diligent about, work zealously for,τὴν κάθοδον Th.8.47
; court one's favour, ib.84:—[voice] Pass.,πρός τινος D.C.Fr.68.3
.II. apply after-treatment, Hp.Mochl. 41 ([voice] Pass.).2. repeat an application, Gp.17.23.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθεραπεύω
-
122 ἐκπράσσω
ἐκ-πράσσω, (1) ausmachen, vollführen; ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, der mich zur Seherin machte; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε εἰς γόον, ihr habt das Jubellied in Jammer verkehrt. Auch = töten. In Prosa gew. (2) einfordern, eintreiben (Schulden, Abgaben); τινὰ πολλὰ χρήματα, von ihm eintreiben; auch μητρῷον φόνον, den Mord rächen; eigentl. αἵματος δίκην, die Buße für den Mord eintreiben; Δωριέος φόνον πρός τινος, an j-m rächen -
123 κλύω
κλύω, (1) hören, vernehmen; c. gen. der Person, οὐκ ἔκλυον αὐδήσαντος, ich hörte ihn nicht reden; erfahren, vernehmen; erfahren, gehört haben. (2) anhören, erhören; κέκλυτέ μευ μύϑων, hört auf meine Worte. Auch c. dat., καί τ' ἔκλυες ᾡ κ' ἐϑέλησϑα, auf wen du willst. Allgemein: durch die Sinne wahrnehmen. Dah. auch = erfahren, inne werden; wie ἀκούω, sich hören lassen, genannt werden, κακῶς κλύειν πρός τινος, male audire ab aliquo, von einem gescholten, geschmäht werden -
124 συμπεραίνω
συμ-περαίνω, mit vollenden; κλεῖϑρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, = Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; συμπεραίνεται, in der Logik, es ergibt sich, folgt daraus; ἔχϑραν πρός τινος συμπεραίνεσϑαι, einem von jemandes Seite Feindschaft zuziehen -
125 προςήκω
προς-ήκω, bis irgendwohin kommen, reichen, sich bis irgendwohin erstrecken, herankommen. Gew. übertr., bes. impers., προςήκει πρός τινα, es geht einen an, hat Bezug auf ihn; εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προςήκει Λαΐῳ τι συγγενές, wenn irgend eine Verwandtschaft sich bis auf ihn erstreckt; προςήκει μοί τινος, mir kommt ein Anteil davon zu, ich habe Teil daran; οὐδέν μοι προςήκει τινός, ich habe keinen Teil daran, es geht mich nicht an; c. dat., es kommt einem zu, paßt oder schickt sich für ihn; τὸ προςῆκεν ἀντὶ τοῦ προςήκει λαμβανόμενον Ἀττικόν ἐστιν, wie wir sagen: es ziemte sich, du müßtest, für 'es ziemt sich, du mußt'; ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προςήκων ἔρχεται ἐπ' αὐτό, der nichts damit zu tun hat, sich nicht dazu paßt; προςῆκον absolut: da es sich ziemt, paßt; οἱ προςήκοντες, die Verwandten; ὀνόματι μόνον προςήκοντας, nur dem Namen nach verwandt; τὸ προςῆκον, häufiger τὰ προςήκοντα, das Geziemende, Obliegende, die Pflicht; τὰς προςηκούσας ἀρετὰς μὴ αἰσχῦναι, domesticas virtutes -
126 προςδέομαι
προς-δέομαι, noch dazu ermangeln, Mangel leiden, an etwas, τινός; dah. noch dazu bedürfen, bitten, erbitten, τινός τι, etwas von einem; einen wiederholt, noch einmal um etwas bitten -
127 προςπτήσσω
προς - πτήσσω, ποτιπτήσσω, perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςπτήσσω
-
128 ποτιπτήσσω
προς - πτήσσω, ποτιπτήσσω, perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποτιπτήσσω
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek