-
1 Ground
subs.P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δάπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ἄρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.Under the ground: see Underground.He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.Ground for, pretext for: P. and V. ἀφορμή, ἡ (gen.).On all grounds: P. and V. πανταχῆ.On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.On what ground? V. ἐκ τίνος λόγου;Why? P. and V. τί; τοῦ χάριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τί; εἰς τί; τί χρῆμα; τίνος χάριν; τίνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.Stand one's ground: P. and V. ὑφίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).——————v. trans.Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.——————adj.Of corn: P. ἀληλεμένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground
-
2 Knee
subs.P. and V. γόνυ, τό.Bend the knee:. V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone.They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knee
-
3 Side
subs.From the side: V. πλευρόθεν.Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ἀριστερᾶς; see Left.On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.On which of two sides: P. ποτέρωθι.Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).Side by side: use together.We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).Change sides: P. μεθίστασθαι.Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).——————adj.P. πλάγιος.Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.——————v. intrans.Side with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετά (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Side with the Persians: P. Μηδίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side
-
4 Why
adv.Interrogative: P. and V. τί, τοῦ χάριν (Dem. 490). P. διὰ τί, τοῦ ἕνεκα (Dem. 1104), ἀντὶ τίνος (Plat., Lys. 208E), V. πρὸς τί, ἀντὶ τοῦ, εἰς τί, τί χρῆμα, τίνος ἕκατι, ἐκ τοῦ (Eur., El. 246), τίνος χάριν.For what purpose: P. and V. ἐπὶ τῷ (Soph., Aj. 797).Indirect: P. διότι; V. ἀνθʼ ὅτου, or see the direct forms.Why not: V. τί μή.Why so: Ar. τιή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Why
-
5 идти
иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучиρ.δ.1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•
идти медленно βαδίζω αργά.
|| έρχομαι•я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.
|| τρέχω•иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
|| κινούμαι, κατευθύνομαι•в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.
2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.
3. επιτίθεμαι•на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.
|| εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.
4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.
|| (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•
древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•
растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.
5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•
из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•
у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.
7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.
8. πλησιάζω•весна идёт η άνοιξη έρχεται•
сон идёт ο ύπνος έρχεται.
9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•
идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.
|| αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.
11. χορηγούμαι, δίνομαι•ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.
|| διαδίδομαι•слух (ή молва) идёт φημολογείται•
сплетни идут κουτσομπολεύεται.
|| εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•
мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.
13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•дождь идёт βρέχει•
снег идёт χιονίζει.
14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•годы шли τα χρόνια περνούσαν•
вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•
как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•
идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•
идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.
15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•идут экзамены γίνονται εξετάσεις•
идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•
бой идёт γίνεται μάχη•
идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.
|| (για θέαμα) παίζομαι•идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.
16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.
|| ξοδεύομαι, δαπανώμαι•на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.
17. ταιριάζω, αρμόζω•ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.
18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.
|| μπήγομαι•гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•
нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.
19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•иди за мени παντρέψου εμένα•
она идёт замуж αυτή παντρεύεται.
20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.
|| (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.
21. εισάγομαι•чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.
22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.
23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•
переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.
24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•
дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
|| διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•идти в продажу πουλιέμαι•
идти в обработку επεξεργάζομαι•
идти в сравнение συγκρίνομαι•
идти в починку διορθώνομαι•
идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•
идти в пляс αρχίζω να χορεύω.
26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•
дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•
идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.
27. επιβεβαιωτική λέξη•идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•
едем? – идёт πάμε; – ναι•
ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;
28. έχω σαν περιεχόμενο•у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•
дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•
о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,
εκφρ.идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές; -
6 Set
subs.Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.——————adj.Stationary: P. στάσιμος.Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.Of set purpose: see on purpose, under Purpose.——————v. trans.Fix: P. and V. πηγνύναι.Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).Words set to music: P. λόγος ᾀδόμενος (Plat., Rep. 398D).Set ( in a particular direction): use guide.I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.Set one's heart on: see Desire.To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθίνειν.Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ἀναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).Set apart: P. and V. ἀπολαμβάνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.Set at defiance: see Defy.Set at naught: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), ἀκηδεῖν (gen.); see Disregard.Set before: P. and V. προτιθέναι.Set eyes on: see Behold.Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).Set forth: P. and V. προτιθέναι.Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.Put on: P. and V. ἐφιστάναι.Set on fire: see Burn.Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἀφορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, ἀπαίρειν, V. στέλλεσθαι, ἀποστέλλεσθαι; see Start.Set over: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).Set right: see Correct.Set round: P. περιιστάναι.Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστάναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.Attack: see Attack.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set
-
7 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
8 Draw
v. trans.Attract: P. and V. ἐφέλκεσθαι, ἐπισπᾶσθαι, ἕλκειν, προσάγεσθαι.Represent by lines: P. and V. γράφειν.Draw (tears, etc.): V. ἐκκαλεῖσθαι.With him ( is gone) Andromache, drawing many a tear from my eyes: V. μετʼ αὐτοῦ δʼ Ἀνδρομάχη πολλῶν ἐμοὶ δακρύων ἀγωγός (Eur., Tro. 1130).Draw lots: see under Lot.Drawn swords sprang from the sheath: V. κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη (Soph., Aj 730).Draw water: P. ὕδωρ ἀνασπᾶν (Thuc. 4, 97), ἀρύτειν (or mid.) (acc.) (mid. also in Ar.).Draw back: P. and V. ἀνασπᾶν.Hc draws back his left foot: V. λαιὸν μὲν εἰς τοὔπισθεν ἀμφέρει πόδα (Eur., Phoen. 1410).Draw near: P. and V. προσέρχεσθαι (πρός, acc., or V. dat. alone), προσβαίνειν (dat.), προσμιγνύναι (dat.), V. πελάζειν (or pass.) (dat.) (also Xen. but rare P.), πλησάζεσθαι (dat.), χρίμπτεσθαι (dat.), ἐγχρίμπτειν (dat.); see approach..The ship drew nearer, ever nearer to the rocks: V. μᾶλλον δε μᾶλλον πρὸς πέτρας ᾔει σκάφος (Eur., I.T. 1406).Draw off an enemy: P. ἀπάγειν (Thuc. 1, 109).V. intrans. See Retire.Draw on, lead on: P. and V. ὑπάγειν, προάγειν.Draw over to one's side: see win over.Draw a veil over: see Veil.Draw the line, lay down limits: P. and V. ὁρίζειν.Draw through: Ar. διέλκειν (τι διά τινος).Compose: P. συγγράφειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Draw
-
9 Match
subs.A match for: use adj., P. ἀντίπαλος (dat.), ἐνάμιλλος (dat.).In fighting: also use P. ἀξιόμαχος (dat.).Lightly armed I would be a match for you in full panoply: V. κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γʼ ὡπλισμένῳ (Soph., Aj. 1123).Unaided we are a match for our enemies: P. αὑτοὶ ἀρκοῦμεν πρὸς τοὺς πολεμίους (Thuc. 6, 84).Union by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κήδευμα, τό, κηδεία, ἡ.——————v. trans.Be like: P. and V. ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.).Engage, bring into conflict: P. and V. ἀντιτάσσειν, P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι.Be matched against: P. and V. ἀντιτάσσεσθαι (dat. or πρός, acc.).Well matched, adj.: P. and V. ἰσόρροπος.He who has come to match her powers: V. ὃς δʼ ἦλθεν ἐπὶ τἀντίπαλον (Eur., Bacch. 278).absol., tally: P. and V. συμβαίνειν, συντρέχειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν, συγκόλλως ἔχειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Match
-
10 голова
-ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.1. κεφάλι, -ή•голова болит το κεφάλι πονά•
повернуть -у στρέφω το κεφάλι•
лысая φαλακρό κεφάλι•
отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.
2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•светлая голова φωτεινό μυαλό•
пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•
замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•
быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.
3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•
городской (παλ,) δήμαρχος.
4. κεφαλή φάλαγγας.5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•
голова сыра κεφάλι τυριού.
εκφρ.без -ы – ανόητος, κουτός•с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•закружилось в -е – ζαλίστηκα•голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•- у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). -
11 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
12 Cause
subs.Occasion: P. and V. ἀφορμή, ἡ.First cause, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.Source, root: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.The cause of: use adj., P. and V. αἴτιος (gen.).Of these things I am the cause: V. τῶνδʼ ἐγὼ παραίτιος (Æsch., frag.).Joint cause of: use adj.: P. and V. συναίτιος (gen.).From what cause: V. ἐκ τίνος λόγου; see Why.The common cause: P. and V. τὸ κοινόν.Make common cause with, v.: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι πρός (acc.).Making common cause with your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion, 577).Her cause is in the hands of her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).If the cause of the Medes should prevail: P. εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε (Thuc. 3, 62).Ruin one's cause: P. ἀπολλύναι τὰ πράγματα (Thuc. 8, 75).——————v. trans.Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), ποιεῖν, V. φυτεύειν, τεύχειν, P. ἀπεργάζεσθαι; see also Contrive.Cause to do a thing: P. and V. ποιεῖν (acc. and infin.).Cause a thing to be done: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως τι γενήσεται.Start, set in motion: P. and V. κινεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cause
-
13 Denounce
v. trans.Inform against: P. καταμηνύειν (gen.), ἐνδεικνύναι (acc.) (Dem. 126); see Inform.Denounce one person to another: P. κατειπεῖν (τινὸς πρός τινα) (Plat.).Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν.Threaten: P. and V. ἀπειλεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Denounce
-
14 Part
subs.Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λάχος, τό.Division: P. and V. μερίς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.Direction: see Direction.Part in a play: P. σχῆμα, τό.I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).In part: P. μέρος τι; see Partly.For my part: V. τοὐμὸν μέρος.I for my part: P. and V. ἔγωγε.For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τά (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.From all parts: see from every direction, under Direction.——————v. trans.Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, διιστάναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφίσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.Cut off: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, ἀφίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρίνεσθαι.When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).Be deprived of: see under Deprive.Give: see Give.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part
-
15 Sacrifice
subs.Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.Make sacrifice: P. and V. θύειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.The flame of sacrifice: V. θυηφάγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).The altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα ἡ (Eur., And. 1138).On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).——————v. trans.Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.Lose: Ar. and P. ἀποβάλλειν.I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice
-
16 Subordinate
adj.P. ὑπηριτικός,Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.A subordinate lieutenant: P. and V. ὕπαρχος, ὁ.——————v. trans.Put one thing lower than another: P. ὕστερόν τι νομίζειν πρός (τι), V. ἱστάναι τι ὄπισθέ τινος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Subordinate
-
17 Take
v. trans.Be taken: P. and V. ἁλίσκεσθαι.Help in taking: P. and V. συνεξαιρεῖν (acc.).Lead: P. and V. ἄγειν.Seize: P. and V. λαμβάνειν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. μάρπτειν, συλλαμβάνειν; see Seize.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.This ( cloak) has taken easily a talent's worth of wool: Ar. αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως (Vesp. 1146).Take the road leading to Thebes: P. τὴν εἰς Θήβας φέρουσαν ὁδὸν χωρεῖν (Thuc. 3, 24).Take in thought, apprehend: P. καταλαμβάνειν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), συνιέναι (acc. or gen.); see Grasp.Take advantage of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Enjoy: P. and V. ἀπολαύειν (gen.).Get the advantage of: P. πλεονεκτεῖν (gen.).Take after, resemble: P. and V. ἐοικέναι (dat.) (rare P.), ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.); see Resemble.Take arms: see take up arms.Take away: P. and V. ἀφαιρεῖν (or mid.), παραιρεῖν (or mid.), ἐξαιρεῖν (or mid.), V. ἐξαφαιρεῖσθαι; see also Deprive.Take away besides: P. προσαφαιρεῖσθαι.Take care, take care of: see under Care.Reduce in bulk: P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).Take effect, gain one's end: P. ἐπιτυγχάνειν.Be in operation: use P. ἐνεργὸς εἶναι.Take for, assume to be so and so: P. ὑπολαμβάνειν (acc.).Take from: see take away.Detract from: P. ἐλασσοῦν (gen.).Take heart: P. and V. θαρσεῖν, θρασύνεσθαι, V. θαρσύνειν, P. ἀναρρωσθῆναι (aor. pass. of ἀναρρωννύναι).Take hold of: see Seize.Furl: Ar. συστέλλειν, V. στέλλειν, καθιέναι.Cheat: see Cheat.Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀναιρεῖσθαι (acc.), αἴρεσθαι (acc.).Take in preference: V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος); see Prefer.Take notice: see Notice.Take off, strip off: P. περιαιρεῖν.From oneself: P. and V. ἐκδύειν.Let one quickly take off my shoes: V. ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος (Æsch., Ag. 944).Parody: Ar. and P. κωμῳδεῖν (acc.).Are these men to take on themselves the results of your brutality and evil-doing? P. οὗτοι τὰ τῆς σῆς ἀναισθησίας καὶ πονηρίας ἔργα ἐφʼ αὑτοὺς ἀναδέξωνται; (Dem. 613).Pick out: P. and V. ἐξαιρεῖν.Extract: P. and V. ἐξέλκειν (Plat. but rare P.).Take part in: see under Part.Take place: see under Place.Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.).Take the field: see under Field.Take time: see under Time.Take to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc. or εἰς, acc.).Take to flight: see under Flight.When the Greeks took more to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον (Thuc. 3, 24).Take a fancy to: P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.) (Plat.).Take to heart: P. ἐνθύμιόν τι ποιεῖσθαι.Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.); see be vexed, under Vex.Take to wife: P. λαμβάνειν (acc.); see Marry.Take up: P. and V. ἀναιρεῖσθαι, P. ἀναλαμβάνειν.Resume: P. ἀναλαμβάνειν, ἐπαναλαμβάνειν.Succeed to: P. διαδέχεσθαι (acc.).Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (or dat.), ἅπτεσθαι (gen.), αἴρεσθαι (acc.), ἀναιρεῖσθαι (acc.).Nor should we be able to useour whole force together since the protection of the walls has taken up a considerable part of our heavy-armed troops: P. οὐδὲ συμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθʼ ἂν χρήσασθαι ἀπαναλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ (Thuc. 7, 11).Take up arms: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.Take up arms against: V. ὅπλα ἐπαίρεσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Take
-
18 Taste
v. trans.P. and V. γεύεσθαι (gen.), P. ἀπογεύεσθαι (gen.).Of things, to taste sweet: use P. and V. ἡδέως ἔχειν.met., have a taste of, experience: P. and V. γεύεσθαι (gen.).To have had a taste of: P. and V. γεγεῦσθαι (gen.), πεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of πειρᾶν) (Eur., frag.), P. διαπεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of διαπειρᾶν).——————subs.P. γεῦσις, ἡ ( Aristotle).Tongue: P. and V. γλῶσσα, ἡ (Plat., Theaet. 159D).The sense of taste: P. ἡ διὰ τῆς γλώσσης δύναμις (Plat., Theaet. 185C).That which is tasted: Ar. and V. γεῦμα, τό (Eur., Cycl.).Give taste of: P. and V. γεύειν (τινά τινος).Culture: P. τὸ φιλόκαλον.Have a taste for: P. εὐφυὴς εἶναι (εἰς, acc. or πρός, acc.).In good taste, adj.: Ar. and P. ἐμμελής.In bad taste: P. and V. πλημμελής.Lacking in taste: P. ἀπειρόκαλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Taste
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek