-
61 προς-επι-μελέομαι
προς-επι-μελέομαι, noch dazu besorgen, sorgen, ὧντινων αὐτοὺς δεῖ πρὸς τοῖς νῠν εἰρημένοις προςεπιμελεῖσϑαι, Plat. Legg. VI, 755 b.
-
62 προς-επι-βουλεύω
προς-επι-βουλεύω, noch dazu nachstellen, Sp. Bei Thuc. 3, 37 wird jetzt πρὸς ἐπιβ. gelesen.
-
63 προς-ερείδω
προς-ερείδω, dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προςήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόϑεν προςηρεικότες, 1, 10, 11; προςερηρεικώς u. προςερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.
-
64 προς-κόπτω
προς-κόπτω, 1) anschlagen, anstoßen, bes. mit dem Fuße, προςέκοψεν τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, Ar. Vesp. 275; μὴ προςκόψῃς πρὸς λίϑον τὸν πόδα, Matth. 4, 6; einen Fehltritt thun, offendere, Nicarch. 22 (XI, 1); Xen. de re equ. 7, 6. – 2) übtr., anstoßen, fehlen, beleidigen, προςέκοπτε τοῖς πολλοῖς, ἐλύπει δὲ καὶ τὸν Ἀντίοχον, Pol. 5, 49, 5; stärker als δυςαρεστέω, 7, 5, 6; ein Aergerniß an Einem od. Etwas nehmen, unwillig sein, τινί, über Etwas, 1, 31, 7 u. öfter, u. Sp., wie Plut.; τῷ ζῆν, des Lebens überdrüssig sein, D. Sic. 4, 63; so auch im pass., M. Ant. 9, 3.
-
65 προς-κύπτω
προς-κύπτω, sich wohin bücken, neigen; προςκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προςκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.
-
66 προς-ιζάνω
προς-ιζάνω (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προςιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προςιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.
-
67 προς-εξ-αμαρτάνω
προς-εξ-αμαρτάνω (s. ἁμαρτάνω), noch dazu, noch mehr fehlen, sündigen, sich vergehen; πρὸς τοῖς ἐξ ἀρχῆς ἀδικήμασι πολλῷ μείζω προςεξημαρτήκασι Dem. 56, 43; Sp., wie Plut. Oth. 10.
-
68 προς-εξ-ανδραποδίζομαι
προς-εξ-ανδραποδίζομαι, noch dazu zu Sclaven machen; bei Her. 1, 156 f. L. für καὶ πρὸς ἐξανδρ.; Dem. τὸν Ὀρχομενὸν καὶ τὴν Κορώνειαν προςεξηνδραπόδισται, 19, 112.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-εξ-ανδραποδίζομαι
-
69 προς-καθ-οράω
προς-καθ-οράω (s. ὁράω), noch dazu, dabei ansehen, ἅτε πρὸς ἑκάστῳ ᾡ ἂν μανϑάνῃ προςκαϑορῶντι τὴν ἐπιστήμην, Plat. Charm. 172 b.
-
70 προς-κλύζω
προς-κλύζω, mit den Wellen anspülen, anschlagen, ϑάλαττα προςκλύζει, Xen. Cyr. 6, 2, 22; τῷ ὄρει προςκλύζει τὸ πέλαγος, Pol. 5, 59, 5; Luc. amor. 53; πρός τι, Plut. Dio 24.
-
71 προς-γίγνομαι
προς-γίγνομαι u. - γίνομαι (s. γίγνομαι), hinzukommen, hinzugehen, sich Jemandem zugesellen oder anschließen, τινί; bes. als Bundesgenosse, Her. 4, 120. 5, 103. 104; Thuc. 7, 14. 50; beistehen, sich beigesellen, geneigt sein, τινί, Her. 6, 136; eben so von Sachen, dazu geschehen, kommen, widerfahren, τοῖς γὰρ ϑανοῠσι μόχϑος οὐ προςγίγνεται, Soph. Trach. 1163, vgl. El. 761 O. C. 1200; εἰ τόλμα προςγένοιτο, Eur. Andr. 703; u. in Prosa: ἐὰν δὲ μὴ μισϑὸς αὐτῇ προςγίγνηται, Plat. Rep. I, 346 d; ἐμοὶ δύναμίς τις ϑαυμασία προςγέγονεν, Gorg. 469 d; ἐπειδὰν ἐκ τῶν σιτίων ταῖς μὲν σαρξὶ σάρκες προςγένωνται, Phaed. 96 b; auch πρός τινι, Rep. II, 375 e; Ggstz ἀπογίγνομαι, Tim. 82 b; Sp., wie Plut.
-
72 προς-μαρτυρέω
προς-μαρτυρέω, noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προςεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῠ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηϑέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
-
73 προς-αιθρίζω
προς-αιθρίζω, in die Luft senden; προςαιϑρίζουσα πόμπιμον φλόγα, tragic. bei Hesych., wo falsch προςαιϑερίζω steht und erklärt wird ποιοῠσα τὴν φλόγα ἀναπέμπεσϑαι πρὸς τὸν αἰϑέρα.
-
74 προς-δια-πασσαλεύω
προς-δια-πασσαλεύω, mit durchgeschlagenem Nagel daran festnageln, Her. 7, 33, ζῶντα πρὸς σανίδα.
-
75 προς-δεξιός
προς-δεξιός, f. L. Her. 7, 69 für πρὸς δεξιά.
-
76 προς-αν-αιρέω
προς-αν-αιρέω (s. αἱρέω), noch dazu aufheben, τἀληϑές, Arist. eth. 10, 1; tödten, Sp. – Von der Pythia, noch dazu eine Antwort geben, Plat. Rep. V, 461 e, wie Plut.; vgl. Dem. 21, 54, ἱστάναι χοροὺς πρὸς ἁπάσαις ἀεὶ ταῖς ἀφικνουμέναις μαντείαις προςαναιροῠσιν ὑμῖν, sc. οἱ ϑεοί – Med. noch dazu auf od. über sich nehmen, πόλεμον προςανείλοντο, Thuc. 7, 28 u. Sp.
-
77 προς-αναιδεύομαι
προς-αναιδεύομαι, noch dazu unverschämt sein, handeln od. sprechen, Suid. aus Ar. Equ. 398, wo aber πρὸς πᾶν ἀναιδεύεται steht.
-
78 προς-ανα-βαίνω
προς-ανα-βαίνω, noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
-
79 προς-αν-άγω
προς-αν-άγω (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προςαναγομένης, – sc. τὴν ναῠν, landen, Plut. Pyrrh. 15.
-
80 προς-βαίνω
προς-βαίνω (s. βαίνω), Hom. hat auch aor. med. προςεβησάμην, neben aor. II. act., hinzu-, hinaufschreiten, hinaufsteigen, darauftreten; Hom. fügt den Ort, den man hinaufsteigt, im acc. hinzu, Il. 2, 48. 23, 117 Od. 21, 5. 43 u. sonst; eben so Hes. Sc. 33 u. Her. 1, 84; φιλία γὰρ ἥδε τάξις προςέβα τόνδε πάγον, Aesch. Prom. 130; Eur. Alc. 483 u. öfter; absolut, Soph. Phil. 42, wie Eur. oft; auch übertr., τίς σε προςέβη μανία; Soph. O. R. 1300; übh. herangehen, τινί, προςβὰς τῷ τείχει, Plat. Phaedr. 227 e; εἴς τινα, Xen. Hell. 7, 1, 29; πρός τι, An. 4, 2, 28, wie Pol. oft u. a. Sp.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek