-
1 προς-δια-πασσαλεύω
προς-δια-πασσαλεύω, mit durchgeschlagenem Nagel daran festnageln, Her. 7, 33, ζῶντα πρὸς σανίδα.
-
2 προςδιαπασσαλεύω
-
3 διαπασσαλευω
атт. διαπατταλεύω1) пригвождать, распинать(τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.)
2) распяливать на гвоздях (sc. τέν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.)