-
1 πρωτό-πλοος
πρωτό-πλοος, att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῠς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρϑένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.
-
2 πρωτόπλοος
πρωτό-πλοος, zuerst od. zum ersten Male schiffend; σκάφος heißt die Argo; übertr., παρϑένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek