-
1 πλάτα
-
2 πρωτό-πλοος
πρωτό-πλοος, att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῠς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρϑένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.
-
3 παρα-πέτομαι
παρα-πέτομαι (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
-
4 παρ-άπτω
παρ-άπτω, daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ πλάτα, Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber παραπέτομαι. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., ἤδη κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καϑ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.
-
5 πλάτη
πλάτη, ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.
-
6 εὐ-ήρετμος
εὐ-ήρετμος, gut rudernd, κώπη Aesch. Pers. 368; – wohl berudert, πλάτα Soph. O. C. 720; ναῦς Eur. Ion 1160.
-
7 θρώσκω
θρώσκω (oder nach E. M ϑρῴσκω, für ϑροΐσκω, = ϑορίσκω), fut. ϑοροῦμαι, aor. ἔϑορον, conj. ϑόρω, dah. Od. 22, 303 auch mit Bekker ϑόρωσιν für das noch von Wolf beibehaltene ϑορῶσιν zu schreiben; springen, hüpfen, πηδᾶν VLL.; χαμᾶζε ϑορών, vom Wagen auf die Erde, Il. 10, 528; ϑρώσκων Iliad. 15, 684. 21, 126; vom Pfeil, der von der Bogensehne fliegt, 15, 314. 16, 773; von Bohnen u. Erbsen, die von der geschwungenen Wurfschaufel fliegen, 13, 589; ἐπί τινι, feindlich gegen Einen anspringen, anstürmen zum Angriff, 8, 252. 15, 380; ἔν τινι, 5, 161; – ἐπὶ δ' ἱππείου ϑόρε δίφρου, er sprang auf den Wagen, Hes. Sc. 321; den aor. II. hat Pind. P. 4, 26. 9, 123; übertr. Aesch. Choeph. 846 δειματούμενοι λόγοι πεδάρσιοι ϑρώσκουσι, wie exsultare; ἐγγὺς ἀρτίπους ϑρώσκει δόμους, er eilt, Soph. Tr. 58; vom Ruder, ἁ δ' εὐήρετμος χερσὶ παραπτομένα πλάτα ϑρώσκει O. C. 722; von der Krankheit, anfallen, ϑρώσκει δ' αὖ, ϑρώσκει δειλαία, ἀγρία νόσος Tr. 1022; ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισιν ϑρώσκων Eur. I. T. 1251; ἐπὶ κλίμακος ϑορών 1382; sp. D., ϑόρεν ἐς Τῖφυν Ap. Rh. 1, 1296. – Auch bespringen, befruchten, τίκτει δ' ὁ ϑρώσκων Aesch. Eum. 630, wie frg. 13; Hesych. ὀχεύω, ἔγκυον ποιῶ.
-
8 παράπτω
παρ-άπτω, daneben, daran heften, anknüpfen; παραπτομένα χερσὶ πλάτα, mit den Händen festgehaltenes Ruder; im Vorbeigehen an der Seite berühren -
9 πλάτη
πλάτη, ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders; die Rippenknochen; χερσαία πλάτη, der Hirtenstab
См. также в других словарях:
πλάτα — πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc/acc dual πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc sg (doric aeolic) πλάτᾱ , πλάτης platform masc nom/voc/acc dual πλάτης platform masc voc sg πλάτᾱ , πλάτης platform masc gen sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτα — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλάτη … Dictionary of Greek
πλατά — πλᾱτά , πλατός approachable neut nom/voc/acc pl πλᾱτά̱ , πλατός approachable fem nom/voc/acc dual πλᾱτά̱ , πλατός approachable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λα Πλάτα — (La Ρlata). Πόλη (553.002 κάτ. το 2001) της ανατολικής Αργεντινής, πρωτεύουσα της περιφέρειας Μπουένος Άιρες. Είναι χτισμένη στη δυτική όχθη των εκβολών του ποταμού Πλέιτ, σε απόσταση 53 χλμ. ΝΑ της πρωτεύουσας της χώρας. Ιδρύθηκε το 1882 για να… … Dictionary of Greek
πλάτας — πλάτᾱς , πλάτη flat fem acc pl πλάτᾱς , πλάτη flat fem gen sg (doric aeolic) πλάτᾱς , πλάτης platform masc acc pl πλάτᾱς , πλάτης platform masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάταν — πλάτᾱν , πλάτη flat fem acc sg (doric aeolic) πλάτᾱν , πλάτης platform masc acc sg (epic doric aeolic) πλάτης platform masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek