-
1 πρωτοβόλος
πρωτο-βόλος, zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde; übertr., ἥβης ἄνϑος πρωτοβόλου, erst aufkeimend -
2 πρωτό-πλοος
πρωτό-πλοος, att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῠς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρϑένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.
См. также в других словарях:
πρωτοβόλος — budding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόβολος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι 2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.) αρχ. ανθηρός, δροσερός, ακμαίος («πρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος… … Dictionary of Greek
πρωτόβολος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν ή που τόν χτύπησαν πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτοβόλοις — πρωτόβολος masc/fem/neut dat pl πρωτοβόλος budding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλον — πρωτοβόλος budding masc/fem acc sg πρωτοβόλος budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλου — πρωτόβολος masc/fem/neut gen sg πρωτοβόλος budding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλους — πρωτόβολος masc/fem acc pl πρωτοβόλος budding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλων — πρωτόβολος masc/fem/neut gen pl πρωτοβόλος budding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόβολον — πρωτόβολος masc/fem acc sg πρωτόβολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek