-
1 πρωτο-στάτης
πρωτο-στάτης, ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend; Thuc. 5, 71; Xen. Cyr. 3, 3, 57. 6, 3, 24 Hell. 2, 4, 16 u. öfter; Pol. 18, 12, 5; vgl. Aen. Tact. 6.
-
2 πρωτοστάτης
A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man,ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71
; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H.2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοστάτης
-
3 πρωτοστάτης
πρωτο-στάτης, ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend -
4 πρωτοστατης
1) воен. стоящий во главе, передовой(ὅ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Thuc.)
οἱ πρωτοστάται Xen. — солдаты первого ряда2) руководитель, вожак
См. также в других словарях:
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
λαιοστάτης — λαιοστάτης, ὁ (Α) αυτός που στέκεται στο αριστερό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, πρωτο στάτης] … Dictionary of Greek
υστεροστάτης — ὁ, Μ 1. εκκλ. μέλος μοναχικού τάγματος με πολύ χαμηλό αξίωμα 2. στρατιώτης που τάσσεται στην τελευταία γραμμή φάλαγγας και, κατ επέκτ., ασήμαντος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. πρωτο στάτης] … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
τριτοστάτης — ὁ, θηλ. τριτοστάτις, ιδος, Α αυτός που κατέχει στον χορό την τρίτη θέση, με πρώτο τον κορυφαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. δευτερο στάτης] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
λινοστατώ — λινοστατῶ, έω (Α) 1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια 2. παθ. λινοστατοῡμαι, έομαι περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (<… … Dictionary of Greek
παλινστατώ — παλινστατῶ, έω (Α) (για τους Ρωμαίους πληβείους) επανέρχομαι, επιστρέφω από στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. πρωτο στατώ] … Dictionary of Greek