-
1 πρωτοτοκία
πρωτοτοκίᾱ, πρωτοτοκίαfem nom /voc /acc dualπρωτοτοκίᾱ, πρωτοτοκίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 πρωτοτόκια
πρωτοτόκια, ων, τά (πρωτότοκος; B-D-F §120, 1; Mlt-H. 279) privileges associated with being a firstborn, birthright, right of primogeniture of a firstborn son (Gen 27:36; Philo, Leg. All. 2, 47, Sacr. Abel. 120 al. in the Esau story) Ἠσαῦ ἀντὶ βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο τὰ πρωτοτόκια ἑαυτοῦ Esau sold his birthright for a single meal Hb 12:16 (Gen 25:33).—DELG s.v. τίκτω B. M-M. TW. -
3 πρωτοτοκια
-
4 πρωτοτόκια
πρωτοτόκιαrights of the first-born: neut nom /voc /acc pl -
5 πρωτοτόκια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρωτοτόκια
-
6 πρωτοτόκια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρωτοτόκια
-
7 πρωτοτοκία
η1) первые роды; 2) первородство, старшинство -
8 πρωτοτόκια
первородство, право первородства.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρωτοτόκια
-
9 πρωτοτόκια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρωτοτόκια
-
10 πρωτοτόκια,-ων
+ τό N 2 6-1-0-0-0=7 Gn 25,31.32.33.34; 27,36the birthright of the firstborn, right of primogeniture; neol.Cf. WALTERS 1973 52.287; →TWNT -
11 πρωτοτοκία
[прототокиа] ουσ θ первородство, старшинство. -
12 πρωτοτοκία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτοκία
-
13 πρωτοτόκια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτόκια
-
14 πρωτοτοκία
πρωτο-τοκία, ἡ, das erste Gebären -
15 πρωτοτοκία
ilk çocuk olma -
16 πρωτοτοκίας
πρωτοτοκίᾱς, πρωτοτοκίαfem acc plπρωτοτοκίᾱς, πρωτοτοκίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
17 πρωτοτοκίαν
πρωτοτοκίᾱν, πρωτοτοκίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
18 πρωτοτοκεία
πρωτοτόκια τα право первородства, старшинства -
19 πρωτοτοκίοις
πρωτοτόκιαrights of the first-born: neut dat plπρωτοτοκέωbear: pres opt act 2nd sg (doric) -
20 πρωτοτοκίων
πρωτοτόκιαrights of the first-born: neut gen plπρωτοτοκέωbear: pres part act masc nom sg (doric)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωτοτοκία — πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc/acc dual πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκια — rights of the first born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκια — τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ [πρωτότοκος] 1. τα δικαιώματα τού πρωτοτόκου 2. (στην ΠΔ) δικαίωμα τού πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία τού πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού … Dictionary of Greek
πρωτοτοκία — η, ΝΜΑ [πρωτότοκος / πρωτοτόκος] 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα 2. το να είναι κανείς πρωτότοκος … Dictionary of Greek
πρωτοτοκία — η 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα. 2. το να γεννηθεί κανείς πρώτος, το να είναι πρωτότοκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτόκια — τα τα δικαιώματα του πρωτότοκου τέκνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτοκίας — πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem acc pl πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίαν — πρωτοτοκίᾱν , πρωτοτοκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκιῶν — πρωτοτοκία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίοις — πρωτοτόκια rights of the first born neut dat pl πρωτοτοκέω bear pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίων — πρωτοτόκια rights of the first born neut gen pl πρωτοτοκέω bear pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)