-
1 πρωτο-τοκία
πρωτο-τοκία, ἡ, das erste Gebären, Sp.
-
2 πρωτοτοκία
πρωτο-τοκία, ἡ, das erste Gebären -
3 πρωτοτοκια
См. также в других словарях:
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek