-
1 πρωτοτοκία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτοκία
-
2 πρωτοτόκια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτόκια
-
3 πρωτοτοκεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτοκεύω
-
4 πρωτοτοκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτοκέω
-
5 πρωτοτοκεῖα
A v. πρωτοτόκια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτοκεῖα
-
6 πρωτοτόκος
A bearing or having borne her first-born, μήτηρ π., of a heifer, Il.17.5;αἴξ Theoc. 5.27
; ὗς, ταὧς, Arist.HA 546a12, 564a30;κύων Dsc.2.70.6
; of women, Pl.Tht. 151c, 161a; .II proparox. πρωτότοκος, ον, [voice] Pass., first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9;τὰ π. τῶν προβάτων LXX Ge.4.4
, cf. PMag. Osl.1.312;π. ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43
.2 metaph.,π. πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15
; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοτόκος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский