-
1 батарея
1. (источник тока) η ηλεκτρική συστοιχίαразг. η μπαταρία (ξεν.)аварийная - ανάγκης, εφεδρική -гальваническая - πρωτογενής -, γαλβανική -2. (совокупность однотипных приборов, устройств и т.п.) η συστοιχία, η ομάδαцентральная (тлф.) - κεντρική -3. (отопления) το σώμα θέρμανσης 4. (военная) η συστοιχία (των πυροβόλων), η πυροβολαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батарея
-
2 первобытный
первобытн||ыйприл πρωτόγονος, πρωτογενής, ἀρχέγονος:\первобытный человек ὁ πρωτόγονος ἀνθρωπος· \первобытныйое общество ἡ πρωτόγονη κοινωνία. -
3 первобытный
επ.1. πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής•-ое общество πρωτόγονη κοινωνία•
первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•
первобытный человек πρωτόγονος άνθρωπος.
|| μτφ. απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος•-ая техника απαρχαιωμένη τεχνική.
|| μτφ. άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος•-ые нравы πρωτόγονα ήθη.
2. άθικτος, παρθένος•-ая природа ддунглей η παρθένα φύση της ζούγκλας..
3. αρχικός, πρωταρχικός.
См. также в других словарях:
Πρωτογένης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτογένης masc nom sg Πρωτογένης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
πρωτογενῆ — πρωτογενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτογενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένει — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πρωτογένεϊ , Πρωτογένης masc dat sg (epic ionic) Πρωτογένης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένη — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πρωτογένης masc acc sg (attic epic doric) Πρωτογένης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖ — πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτογενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖς — πρωτογενής first born masc/fem acc pl πρωτογενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενές — πρωτογενής first born masc/fem voc sg πρωτογενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογενῶν — Πρωτογένης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)