-
21 πρωτογενεί
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut dat sg -
22 πρωτογενεῖ
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut dat sg -
23 πρωτογενείς
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem acc plπρωτογενήςfirst-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
24 πρωτογενεῖς
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem acc plπρωτογενήςfirst-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
25 πρωτογενεστέρα
πρωτογενεστέρᾱ, πρωτογενήςfirst-born: fem nom /voc /acc comp dualπρωτογενεστέρᾱ, πρωτογενήςfirst-born: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
26 πρωτο-γένεθλος
πρωτο-γένεθλος, = πρωτογενής, Sp.
-
27 πρωτο-γέννητος
-
28 πρωτογενούς
-
29 πρωτογενοῦς
-
30 πρωτογενών
-
31 πρωτογενῶν
-
32 πρωτόγονος
-ος,-ον A 0-0-1-0-1=2 Mi 7,1; Sir 36,11firstborn; πρωτόγονος firstborn (as subst.) Sir 36,11; τὰ πρωτόγονα first fruits Mi 7,1; see πρωτογενής, πρωτότοκος -
33 πρωτότοκος
-ος,-ον + A 75-42-4-7-5=133 Gn 4,4; 10,15; 22,21; 25,13.25firstborn (of pers.) Gn 10,15 (mostly rendition of בכר); id. (of Israel in a transferred sense, expressing a close relationship to the Lord) Ex 4,22; id. (of anim.) Gn 4,4; highest in rank, chief (of Israel’s king) Ps 88(89),28; τὰ πρωτότοκα the firstborn (as well of pers. as of anim.) Nm 18,15*1 Chr 8,38 πρωτότοκος αὐτοῦ his firstborn-וֹכֹרבְּ for MT וְֹּכרבּ Bocheru, see also 9,44; *1 Chr 26,6 τοῦ πρωτοτόκου (Ρωσαι) of his firstborn ( Rosai) transl. of ליםשׁהממ? (followed by translit. of its syn. ישׁרא (not in MT) heads of) for MT ליםשׁהממ chiefssee πρωτογενής, πρωτόγονοςCf. DOGNIEZ 1992, 213; FREY 1930, 385-390; HARL 1986a, 57.210; LE BOULLUEC 1989 155.231;MICHAELIS 1954b, 313-320; SPICQ 1978a, 771-773; WALTERS 1973 52-53.126; →NIDNTT; TWNT -
34 πρωτογένεια
πρωτο-γένεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτογένεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πρωτογένης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτογένης masc nom sg Πρωτογένης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
πρωτογενῆ — πρωτογενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτογενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένει — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πρωτογένεϊ , Πρωτογένης masc dat sg (epic ionic) Πρωτογένης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένη — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πρωτογένης masc acc sg (attic epic doric) Πρωτογένης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖ — πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτογενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖς — πρωτογενής first born masc/fem acc pl πρωτογενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενές — πρωτογενής first born masc/fem voc sg πρωτογενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογενῶν — Πρωτογένης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)