-
1 προ-τένθης
προ-τένθης, ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνος ἢ ἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσϑίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισϑῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
-
2 προτένθης
προ-τένθης, ὁ, ein Leckermaul, der vorher etwas benascht oder kostet
См. также в других словарях:
προτένθης — ὁ, ἡ, Α 1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή τής Δορπίας β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές 2. ως… … Dictionary of Greek