Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προγεύστης

См. также в других словарях:

  • προγεύστης — one who tastes before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεύστης — ὁ, Α [προγεύομαι] αυτός που δοκιμάζει προηγουμένως κάτι με τη γεύση …   Dictionary of Greek

  • προγευστῶν — προγεύστης one who tastes before masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεύστην — προγεύστης one who tastes before masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεύστας — προγεύστᾱς , προγεύστης one who tastes before masc acc pl προγεύστᾱς , προγεύστης one who tastes before masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРЕГУСТАТОР —    • Praegustātor,          προγεύστης. Перешедший первоначально от персов к грекам и в Египет (при дворе Клеопатры, Plin. 21, 3, 9) обычай заставлять назначенных к тому рабов первыми пробовать вино и поданные кушанья, чтобы предохранить себя от… …   Реальный словарь классических древностей

  • προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • προτένθης — ὁ, ἡ, Α 1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή τής Δορπίας β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές 2. ως… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԱՃԱՇԱԿԻՉ — ( ) NBH 2 0391 Chronological Sequence: 6c ա. προγεύστης, προγευτής praegustator. Նախ առօղ զճաշակ ինչ. համտես ընօղ. ... *Ոչ վայրապար նախաճաշիկս զհոտոտիչսն ասացին ել ոմանք, եւ բժիշկք՝ այնոցիկ, որ ʼի վտանգս ցաւոց մատնեալ են, յորժամ ոչ կարասցեն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προγεύσται — προγεύστᾱͅ , προγεύστης one who tastes before masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»