-
1 προ-σείω
προ-σείω, vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα ϑρέμματα ϑαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.
-
2 προ-επ-ανα-σείω
προ-επ-ανα-σείω, vorher die Hände drohend erheben, übh. vorher drohen, Thuc. 5, 17.
-
3 προ-εν-σείω
προ-εν-σείω, vorher hineinrütteln, -schütteln, -schlagen, Plut. Eumen. 6.
-
4 προ-ανα-σείω
προ-ανα-σείω, vorher aufrütteln, aufregen, τὸν δῆμον, Plut. C. Graech. 4.
-
5 προσείω
προ-σείω, vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln; vorhalten u. schütteln; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt -
6 προσειω
впереди потрясатьπ. χεῖρα Eur. — потрясать (протянутой) рукой;
προσείων (τὸν πλόκαμον) ἀνασείων τε Eur. — потрясая во все стороны кудрями;π. θαλλόν Plat. — помахивать впереди веткой;π. φόβον τινί Thuc. — нагонять страх на кого-л. -
7 προανασείω
προ-ανα-σείω, vorher aufrütteln, aufregen -
8 προενσείω
προ-εν-σείω, vorher hineinrütteln, -schütteln, -schlagen -
9 προεπανασείω
προ-επ-ανα-σείω, vorher die Hände drohend erheben, übh. vorher drohen
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek