-
1 προσειω
впереди потрясатьπ. χεῖρα Eur. — потрясать (протянутой) рукой;
προσείων (τὸν πλόκαμον) ἀνασείων τε Eur. — потрясая во все стороны кудрями;π. θαλλόν Plat. — помахивать впереди веткой;π. φόβον τινί Thuc. — нагонять страх на кого-л.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek