-
1 προτροπή
-
2 προτροπῇ
-
3 προτροπή
προτροπήexhortation: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 προτροπή
προτροπ-ή, ἡ,A exhortation, encouragement, Democr.181, Ti.Locr.104a (pl.), S.E.M.1.98, etc.; opp. ἀποτροπή, Arist.Rh. 1358b8, Phld.Rh.1.65 S., cf. Stoic.2.287 (pl.);ἡ Σωκράτους π. ἡμῶν ἐπ' ἀρετήν Pl.Clit. 408d
;ἡ εἰς ἀδοξίαν π. Plu.2.1128b
;εἰς προτροπὴν ἀρετῆς Onos.1.13
, cf. IG5(1).1331.10 ([place name] Cardamyle); incitement to virtue, Diogenian.Epicur.3.6 (pl.); concrete, of persons,ἵνα τοῖς λοιποῖς προτροπὴ ὦσι Supp.Epigr.3.583.24
(Olbia, ii/iii A.D.).2 urgent invitation, behest, κατὰ τὴν π. τῆς .27 (iii A.D.), cf. 1415.23 (iii A.D.), BGU618.19 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτροπή
-
5 προτροπή
exhortationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προτροπή
-
6 προτροπαί
προτροπήexhortation: fem nom /voc pl -
7 προτροπήν
προτροπήexhortation: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 προτροπήι
-
9 προτροπῆι
-
10 προτροπάν
-
11 προτροπᾶν
-
12 προτροπάς
-
13 προτροπᾶς
-
14 προτροπής
-
15 προτροπῆς
-
16 προτροπαίς
-
17 προτροπαῖς
-
18 προτροπών
-
19 προτροπῶν
-
20 προτροπάς
προτροπά̱ς, προτροπήexhortation: fem acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτροπῇ — προτροπή exhortation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπή — exhortation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπή — η, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ ἀρετὴν», Κλειτ.) αρχ. 1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.) 2. αυθόρμητη παρώθηση 3. απωστική δύναμη 4.… … Dictionary of Greek
προτροπή — η η πράξη του προτρέπω, η παρακίνηση: Η προτροπή στα παιδιά να μελετούν πρέπει να είναι συνεχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτροπῆι — προτροπῇ , προτροπή exhortation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπαῖς — προτροπή exhortation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπαί — προτροπή exhortation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπᾶν — προτροπή exhortation fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπᾶς — προτροπή exhortation fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπῆς — προτροπή exhortation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπήν — προτροπή exhortation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)