Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προτροπῆς

См. также в других словарях:

  • προτροπῆς — προτροπή exhortation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθεραπεία — Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης,… …   Dictionary of Greek

  • παρακελευσματικός — ή, ό / παρακελευσματικός, ή, όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, ατος] προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής νεοελλ. φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • Ντέιβις, Μπέτι — (Bette Davis, Αμερική 1908 – Γαλλία 1989). Αμερικανίδα ηθοποιός. Με μεγάλα εκφραστικά μάτια που έγιναν ακόμα και τραγούδι (Betty Davis eyes Kim Carnes, 1981) ξεκίνησε ως μεγάλο ταλέντο σε νεαρή ηλικία για να καταλήξει σε μια ολοκληρωμένη… …   Dictionary of Greek

  • έλα — β εν. προστ. αορ. του ρ. έρχομαι (ελάτε β πληθ.) 1. να έρθεις, κόπιασε. 2. (με σημασία προτροπής) ως επίρρ., εμπρός! άιντε!: Έλα, Πέτρο, μ ακούς τώρα στο τηλέφωνο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»