-
1 προσκλίνω
A cause to lean against, place against,βέλος προσέκλινε κορώνῃ Od.21.138
, 165:—[voice] Pass., πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλῐται ([dialect] Ep. and [dialect] Dor. [tense] pf. [voice] Pass.) αὐτῇ stands by her, i.e. hers, or the pillar, 6.308; νῶτον ποτικεκλιμένον his back thereon reclined, Pi.P.1.28; ὁ ἱερεὺς -κλείνεται (sic) πρὸς με[.. ] IG42(1).742.11 (Epid., ii/iii A.D.); προσκλιθείς τινι turning towards him, Philostr. VA3.30.2 π. τὴν θύραν close the door, J.AJ5.4.2.II turn or incline towards, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις v.l. in Plu.2.36d;τὸν νοῦν τῶν θεῶν τοῖς ἀνθρώποις Iamb.Myst.1.12
.III seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), incline towards, be attached to one, join his party,τοῖς Ῥοδίοις Plb.4.51.5
, cf. 5.86.10 (Reiske for προσκιν ([etym.] - κυν-) οῦσι); ταῖς Μιθραδάτου ἐλπίσιν Agatharch.Fr.Hist.16
J.:—[voice] Pass.,προσκλιθῆναί τινι LXX 2 Ma.14.24
, Act.Ap.5.36, S.E.M.7.324.IV Gramm., inflect,ἔξωθεν -κλιθῆναι A.D.Synt.324.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκλίνω
-
2 προσκλινω
дор. ποτῐκλίνω (λῑ)1) прислонять, приставлять(βέλος τινί Hom.)
θρόνος ποτικέκλῐται (pf. pass.) αὐγῇ Hom. — кресло стоит у огня2) склонять, убеждать(τέν ψυχήν τινος τοῖς λόγοις Plut.)
προσκλιθῆναί τινι Sext. — склониться в пользу чего-л.;ᾧ προσεκλίθη ἀνδρῶν ἀριθμὸς τετρακοσίων NT. — к которому пристало четыреста человек3) (sc. ἑαυτόν) склоняться, переходить (на чью-л. сторону)(τοῖς Ῥοδίοις Polyb.; med. τινι Sext.)
4) грам. склонять, флектировать -
3 перетянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.
4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.6. ξανατεντώνω.7. παρατεντώνω.8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.
|| υπερτερώ, νικώ στην έλξη.9. μαστιγώνω.1. ζώνομαι σφιχτά.2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.
См. также в других словарях:
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
προσπτήσσω — Α παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»] … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
προσανακάμπτω — Α κλίνω προς τα πίσω και προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακάμπτω «στρέφω προς τα επάνω ή προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek
προσεπιρρέπω — Μ ρέπω, κλίνω επίσης προς κάτι («ταῑς γνώμαις ταύταις προσεπέρρεπον», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρέπω «τείνω, πλησιάζω»] … Dictionary of Greek
προσκατακλίνω — ΜΑ γέρνω, κλίνω κάτι προς ένα μέρος («κεφαλὴν τῄ γῄ προσκατέκλινεν», Σωφρ.) αρχ. (κυρίως το μέσ.) προσκατακλίνομαι γέρνω, πλαγιάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακλίνομαι «πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek