-
1 προσωδια
ἥ1) Aesch. = προσφώνησις См. προσφωνησις2) ( = поздн. τόνος См. τονος) акцент, ударение(φθόγγοι τε καὴ προσῳδίαι Plat.)
3) знак ударенияπ. ὀξεῖα Arst. (лат. accentus acutus) — острое ударение;
π. βαρεῖα Arst. (лат. accentus gravis) — тяжелое (тупое) ударение4) орфографический знак (придыхания, количества или ударения) Arst. -
2 προσωδία
η просодия -
3 βαρυ
Iadv. тяжело(στενάχειν Hom.)
IIτό1) тяжесть(τὸ β. καὴ τὸ κοῦφον Arst.)
2) грам. (= βαρεῖα См. βαρεια προσῳδία) тяжелое ударение (accentus gravis) -
4 δασεια
-
5 οξεια
См. также в других словарях:
προσῳδία — προσῳδίᾱ , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc/acc dual προσῳδίᾱ , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδίᾳ — προσῳδίαι , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσῳδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
προσωδία — η 1. τραγούδι με συνοδεία μουσικού οργάνου. 2. ο μακρός ή ο βραχύς χρόνος των συλλαβών που αποτελεί τη βάση της μετρικής και της απαγγελίας στους αρχαίους Έλληνες και τους Λατίνους: Την αρχαία προσωδία την αντικατέστησε αργότερα το τονικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσῳδίας — προσῳδίᾱς , προσῳδία song sung to instrumental music fem acc pl προσῳδίᾱς , προσῳδία song sung to instrumental music fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδίαι — προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσῳδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωιδίαι — προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσωιδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδίαν — προσῳδίᾱν , προσῳδία song sung to instrumental music fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωιδιῶν — προσῳδία song sung to instrumental music fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδιῶν — προσῳδία song sung to instrumental music fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδίαις — προσῳδία song sung to instrumental music fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)