Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δᾰσεῖα

См. также в других словарях:

  • δασείᾳ — δασείᾱͅ , δασύς with a shaggy surface fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασεία — η (AM δασεῑα) βλ. δασύς …   Dictionary of Greek

  • δασεία — η τονικό σημάδι του πολυτονικού συστήματος που παριστάνει το δασύ πνεύμα: Όλες οι λέξεις που άρχιζαν από ύψιλον έπαιρναν δασεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δασεῖα — δασύς with a shaggy surface fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασείας — δασείᾱς , δασύς with a shaggy surface fem acc pl (ionic) δασείᾱς , δασύς with a shaggy surface fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • Esprit rude — L esprit rude est un signe diacritique utilisé dans l orthographe du grec ancien. Il indique la présence d un son /h/ avant une voyelle, une diphtongue ou la lettre rhô. Toujours utilisé après la période koinè et la disparition du son dans la… …   Wikipédia en Français

  • Rough breathing —  ̔ Rough breathing Diacritics accent acute( …   Wikipedia

  • Espíritu áspero — Se ha sugerido que este artículo o sección sea fusionado en Espíritu (signo) (discusión). Una vez que hayas realizado la fusión de artículos, pide la fusión de historiales aquí. El espíritu áspero[1] (en gr. ant …   Wikipedia Español

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»