Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσῳδός

См. также в других словарях:

  • προσῳδός — singing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωδός — όν, Α 1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.) 2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • προσωιδόν — προσῳδός singing masc/fem acc sg προσῳδός singing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδόν — προσῳδός singing masc/fem acc sg προσῳδός singing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωιδός — προσῳδός singing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδά — προσῳδός singing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδῷ — προσῳδός singing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • προσώδιον — (I) τὸ, Α εσφ. γρφ. αντί προσόδιον. (II) τὸ, Α [προσῳδός] ύμνος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»