-
1 προσωδος
21) стройно звучащий, стройный(μέλος Eur.)
2) вторящий(στοναχὰ ἐπὴ δάκρυσιν Eur.)
3) согласный, соответствующий(τῶ νόμω Plut.)
4) сходный, похожий(τινι Eur.)
См. также в других словарях:
προσῳδός — singing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωδός — όν, Α 1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.) 2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προσωιδόν — προσῳδός singing masc/fem acc sg προσῳδός singing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδόν — προσῳδός singing masc/fem acc sg προσῳδός singing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωιδός — προσῳδός singing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδά — προσῳδός singing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδῷ — προσῳδός singing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
προσώδιον — (I) τὸ, Α εσφ. γρφ. αντί προσόδιον. (II) τὸ, Α [προσῳδός] ύμνος … Dictionary of Greek