-
1 προσωπικός
η, ό[ν]1) персональный, личный, индивидуальный;προσωπικά συμφέροντα — личные интересы;
προσωπικές επαφές — личные контакты;
προσωπική ευθύνη — личная ответственность, индивидуальная ответственность;
προσωπική σύνταξη — персональная пенсия;
πράματα προσωπικής χρήσης — предметы личного пользования;
2) юр. гражданский, относящийся к личности гражданина;προσωπική αγωγή — гражданский иск;
προσωπική ελευθερία — свобода личности;
3) грам, личный;προσωπικές αντωνυμίες — личные местоимения;
4) анат. лицевой;προσωπικό νεύρο — лицевой нерв;
§ προσωπική κράτηση — небольшой срок лишения свободы (от одного дня до месяца);
προσωπικός λογαριασμός — лицевой счёт
-
2 προσωπικός
πρόσ-ὀπίζωextract juice from: perf part act neut nom /voc /acc sg -
3 προσωπικός
[просопикос] εκ. личный, персональный, (γραμ.) личный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσωπικός
-
4 προσωπικός
[просопикос] επ личный, персональный, (γραμ) личный. -
5 προσωπικός
kişisel, özel, kendi -
6 προσωπικός
personalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσωπικός
-
7 personal
προσωπικός -
8 персональный
προσωπικός, ονομαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > персональный
-
9 ferdi
προσωπικός, ατομικός -
10 kişisel
προσωπικός, ατομικός, ιδιωτικός -
11 şahsi
προσωπικός, ατομικός, ιδιωπκός -
12 индивидуальный
-
13 личный
личный προσωπικός· ατομικός (персональный)' \личныйое мнение η προσωπική γνώμη* * *προσωπικός; ατομικός ( персональный)ли́чное мне́ние — η προσωπική γνώμη
-
14 частный
частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο* * *ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία
ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο
-
15 лицевой
лицев||ойприл1. (наружный) μπροστινός:\лицевойа́я сторона ἡ καλή (όψη) τοῦ ὑφάσματος (материи)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·2. анат. προσωπικός, τοῦ προσώπου· ◊ \лицевой счет бухг. ὁ προσωπικός λογαριασμός. -
16 personal
1) (one's own: This is his personal opinion; The matter will have my personal attention.) προσωπικός2) (private: This is a personal matter between him and me.) προσωπικός3) (in person: The Prime Minister will make a personal appearance.) αυτοπρόσωπος4) ((making remarks which are) insulting, especially about a person's appearance etc: personal remarks; Don't be personal!) προσβλητικός,αδιάκριτος -
17 лицевой
επ.προσωπικός, του προσώπου•лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•
-ые мышцы μυώνες προσώπου.
|| μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•-ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•
-ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•
-ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.
|| μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.εκφρ.лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός. -
18 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
19 вычислительная машина
ο υπολογιστήςэлектронная - (ЭВМ) ηλεκτρονικός - (Η/Υ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычислительная машина
-
20 индивидуальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индивидуальный
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προσωπικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο πρόσωπο: Προσωπική παράλυση. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, ο ατομικός: Προσωπικό ζήτημα. – Προσωπικό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωπικός — πρόσ ὀπίζω extract juice from perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσονάλιος — ὁ, Μ προσωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. personalis, is, e «προσωπικός» (< persona)] … Dictionary of Greek
Alexandros Papadiamandis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Alexandros Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten … Deutsch Wikipedia
Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αντίναυλον — ἀντίναυλον, το (Μ) προσωπικός, «κεφαλικός» φόρος που είχε επιβληθεί στους ναύτες από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Άγγελο … Dictionary of Greek