Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προστήκομαι

См. также в других словарях:

  • προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • προστετηκότα — προστήκομαι stick fast to perf part act neut nom/voc/acc pl προστήκομαι stick fast to perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστέτηκε — προστήκομαι stick fast to perf imperat act 2nd sg προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστέτηκεν — προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd sg προστήκομαι stick fast to plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσετετήκει — προστήκομαι stick fast to plup ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακεῖσα — προστήκομαι stick fast to aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστακέντος — προστήκομαι stick fast to aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστετηκυῖα — προστήκομαι stick fast to perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστετηκυῖαι — προστήκομαι stick fast to perf part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστετηκυῖαν — προστήκομαι stick fast to perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστετηκέναι — προστήκομαι stick fast to perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»