-
1 προστηκομαι
(pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипатьὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. — находящийся весь во власти страшной гидры;
τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. — поглощенный мыслями о наживе
См. также в других словарях:
προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… … Dictionary of Greek