Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσ-τήκομαι

См. также в других словарях:

  • προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»