-
1 προστέτηκα
προστήκομαιstick fast to: perf ind act 1st sg -
2 προστετήκασι
προστετήκᾱσι, προστήκομαιstick fast to: perf ind act 3rd pl -
3 προστετήκασιν
προστετήκᾱσιν, προστήκομαιstick fast to: perf ind act 3rd pl -
4 προστηκομαι
(pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипатьὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. — находящийся весь во власти страшной гидры;
τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. — поглощенный мыслями о наживе -
5 προστήκομαι
A stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Heracles, S.Tr. 833 (lyr.); ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι ib. 836 (lyr.): metaph., to be given up to, engrossed by,πορισμῷ Plu.2.524d
; τοῖς ἀνιαροῖς ib.600c;τέχνῃ Ael.VH3.31
;τῷ Κριτίᾳ Philostr.VS2.1.14
;δόξῃ Jul.Or.7.226a
;ταῖς αἱρέσεσι Gal.8.657
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστήκομαι
См. также в других словарях:
προστέτηκα — προστήκομαι stick fast to perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστετήκασι — προστετήκᾱσι , προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστετήκασιν — προστετήκᾱσιν , προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)