Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσηνῆ

См. также в других словарях:

  • προσηνῆ — προσηνής soft neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσηνής soft masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσηνής soft masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηνῇ — πρός , ἀνά εἰμί sum pres subj act 3rd sg πρόσ ἀνίημι send up aor subj act 3rd sg πρόσ ἀνίημι send up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • наказатель — НАКАЗАТЕЛ|Ь (8), Ѧ с. Наставник, учитель: вси. наставьника и наказател˫а изборьныхъ приимъше. (καϑηγητήν) ЖФСт XII, 52 об.; оч҃е вѣрныхъ кн҃зь. наказателю стадъ свои(х). МинПр XIII–XIV, 71; да всѧ приобрѧщеть собѣ. ибо ч(с)тнѹ подобаѥть быти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»