Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσηγορ-ία

См. также в других словарях:

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνέζος — ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Πολωνίας 2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζα μουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Ποριώτης — ο, θηλ. Ποριώτισσα 1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο 2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] …   Dictionary of Greek

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… …   Dictionary of Greek

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»