-
1 προσηγορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηγορέω
-
2 προσηγόρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηγόρημα
-
3 προσηγορητικόν
προσηγορ-ητικόν, τό,A appellative, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηγορητικόν
-
4 προσηγορία
προσηγορ-ία, ἡ,A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98.II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat. 1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib. 3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol. 1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110.2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; butἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηγορία
-
5 προσηγορικός
A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen ([etym.] τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1.II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. - κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηγορικός
-
6 προσήγορος
A addressing, accosting, αἱ π. δρύες the speaking oaks, A.Pr. 832; τί δῆτ' ἐμοὶ.. προσήγορον ἔτ' ἔστ' ἀκούειν; what word addressing me, i.e. addressed to me..? S.OT 1338 (lyr.);π. φάτιν ὤρεξε Moschio
Trag.9.8: c. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, addressing her, S.Ant. 1185: in late Prose, conversing, γνώριμοί τε καὶ π. Iamb.VP33.237.2 generally, conversable, mutually agreeable,φίλοι τι καὶ π. ἀλλήλοις Pl.Tht. 146a
; θεοῖς π. Max.Tyr.11.8; γενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα π. his chief friend, D.H. 1.70; συμπόσιον μηκέτι π. ἑαυτῷ, i.e. too large for general conversation, Plu.2.678d; γνώριμα καὶ π. familiar, of ideas, Id.Cic.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήγορος
См. также в других словарях:
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… … Dictionary of Greek
Πολωνέζος — ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Πολωνίας 2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζα μουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία… … Dictionary of Greek
Ποριώτης — ο, θηλ. Ποριώτισσα 1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο 2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek
Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… … Dictionary of Greek
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… … Dictionary of Greek
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… … Dictionary of Greek