Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσδόκημα

См. также в других словарях:

  • προσδόκημα — expectation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδόκημα — τὸ, Α [προσδοκῶ] προσδοκία, ελπίδα …   Dictionary of Greek

  • προσδοκημάτων — προσδόκημα expectation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπροσδόκημα — ατος, τὸ Μ (ρητ.) το απροσδόκητο πόρισμα, αυτό που δεν συνάγεται από τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδόκημα (< προσδοκῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»