Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δοκιμαστήρ

См. также в других словарях:

  • δοκιμαστῆρας — δοκιμαστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστῆρες — δοκιμαστήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστήρων — δοκιμαστήρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστήρας — ο (Α δοκιμαστήρ) [δοκιμάζω] νεοελλ. 1. όργανο με το οποίο δοκιμάζεται η αντοχή τών μετάλλων 2. όργανο με το οποίο γίνεται δοκιμασία, εξέταση υλικών, τροφίμων κ.λπ. αρχ. ο δοκιμαστής …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστήριο — το (Α δοκιμαστήριον) [δοκιμαστήρ] νεοελλ. ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτων αρχ. μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση …   Dictionary of Greek

  • ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»