Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσβαλοῦσ'

См. также в других словарях:

  • προσβαλοῦσ' — προσβαλοῦσα , προσβάλλω strike aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προσβαλοῦσα , προσβάλλω strike fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric) προσβαλοῦσι , προσβάλλω strike aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»