Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς-πελάτης

  • 1 προς-πελάτης

    προς-πελάτης, ὁ, = πελάτης, Ath. VI, 271 d, aus Theopomp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-πελάτης

  • 2 ἐπεί

    ἐπεί, Conj., both temporal and causal; also [full] ἐπειδή, [full] ἐπείτε.
    A OF TIME ( ἐπειδή is more freq. in this sense in Prose), after that, since, when, from Hom. downwds.:
    I with Ind.,
    1 of a definite occurrence in past time, mostly c. [tense] aor., ἐπεί π' εὔξαντο after they had prayed, Il.1.458;

    ἐπειδὴ ἐτελεύτησε Δαρεῖος καὶ κατέστη Ἀρταξέρξης

    after

    D.

    had died and A. had succeeded, X.An.1.1.3: rarely c. [tense] impf.,

    ἐπειδὴ εἱστιώμεθ' Ar.Nu. 1354

    ;

    ἐ. πόντον εἰσεβάλλομεν E.IT 260

    ;

    ἐ. ἠσθένει Δαρεῖος X.An.1.1.1

    : c. [tense] plpf., ἐπειδὴ ἐξηπάτησθε.. after you had been deceived.., D.18.42; but generally the [tense] aor. is found, the [tense] plpf. being used only for special emphasis: c. [tense] impf. to express an action not yet complete, ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο after the phalanx began to advance and the trumpet had sounded, X.An.6.5.27.
    2 with implied reference to some later time, ἐ. or ἐπειδή, = ἐξ οὗ, from the time when, since, mostly c. [tense] aor.,

    πολλὰ πλάγχθη, ἐ. ἔπερσε Od.1.2

    ; ἐπείτε παρέλαβον τὸν θρόνον, τοῦτο ἐφρόντιζον ever since I came to the throne, I had this in mind, Hdt.7.8.

    ά; ἐπειδήπερ ὑπέστη Th.8.68

    ;

    δέκατον μὲν ἔτος τόδ' ἐ... ἦραν A.Ag. 40

    : sts. c. [tense] pres. (used in [tense] pf. sense) and [tense] pf., ἐ. δὲ φροῦδός ἐστι στρατός since the army is gone, S.Ant.15; ἐπείτε ὑπὸ τῷ Πέρσῃ εἰσί, πεπόνθασι τοιόνδε ever since they have been, now that they are.., Hdt.3.117.
    II with Subj., ἄν being always added in [dialect] Att. Prose, and ἄν or κε generally in Poetry: ἐπεί with ἄν becomes ἐπήν (so in Com., Ar.Lys. 1175,Av. 983), later ἐπάν (q.v.), [dialect] Ion.

    ἐπεάν Schwyzer 800

    (vi B.C.), Hdt.3.153, al.,

    ἐπήν Hp.Fract.6

    , al., and ἐπειδή with ἄν ἐπειδάν (q.v.); Hom. has ἐπεί κε, ἐπήν (once

    ἐπεὶ ἄν Il.6.412

    ):
    1 referring to future time with [tense] fut. apodosis, τέκνα ἄξομεν.. ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν when we shall have taken the city, Il.4.238;

    ἐ. κ' ἀπὸ λαὸς ὄληται 11.764

    . cf. Od.17.23;

    ἐπεάν περ ἡμίονοι τέκωσι, τότε τὸ τεῖχος ἁλώσεσθαι Hdt.3.153

    ; ταῦτ', ἐπειδὰν περὶ τοῦ γένους εἴπω, τότ' ἐρῶ I will speak of this, when I have spoken.., D.57.16, cf. X.An.2.3.29;

    ἐ. ἂν σύ γε πότ μον ἐπίσπῃς Il.6.412

    ; χρὴ δέ, ὅταν μὲν τιθῆσθε τοὺς νόμους,.. σκοπεῖν, ἐπειδὰν δὲ θῆσθε, φυλάττειν whenever you are enacting your laws,.. and after you have enacted them.., D.21.34.
    2 of repeated action, with a [tense] pres. apodosis, whenever, when once,

    δαμνᾷ, ἐ. κε λίπῃ ὀστέα θυμός Od.11.221

    , cf. Il.9.409; ἐπειδὰν ἡ ἐκφορὰ ᾖ.. ἄγουσι whenever the burial takes place they bring, Th.2.34; ἐπειδὰν κρύψωσι γῇ.. λέγει when they have covered them with earth, ibid.: sts. without ἄν or κε in Poets,

    ἐ. ἂρ βλέφαρ' ἀμφικαλύψῃ Od.20.86

    ;

    ἐ. δὴ τόν γε δαμάσσεται.. ὀϊστός Il.11.478

    , cf. S.OC 1225 (lyr.), Ant. 1025.
    3 like A.1.2, δέκα ἡμερῶν ἐπειδὰν δόξῃ within ten days from the passing of the resolution, IG12.88.7.
    III with Opt. (without ἄν):
    1 referring to future time, ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι, ὁρᾶν οὐδ' ἂν ἓν δύνασθαι (sc. οὐκ οἴει); after he had come into the light.., Pl.R. 516a: Hom. sts. uses ἐπήν with opt. in same sense as ἐπεί, Il.24.227, Od.2.105 (codd.), etc.
    2 more freq. of repeated action, with a past apodosis,

    ἐ. ζεύξειεν.., δησάσκετο Il.24.14

    ;

    ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο X.An.4.5.9

    ;

    ἐ. πύθοιτο, ἐπῄνει Id.Cyr.5.3.55

    , cf. Th.8.38, Pl.Phd. 59d, Prt. 315b.
    3 in orat. obliq. after past tenses, representing a subj. in orat. rect., αὐτὸς δὲ ἐπεὶ διαβαίης, ἀπιέναι ἔφησθα (the direct form being ἐπὴν διαβῶ) X.An. 7.2.27, cf. 3.5.18, Cyr.1.4.21; after opt. in a final clause, ἐπορεύοντο,

    ὅπως ἐπειδὴ γένοιντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ.. ἴοιεν Th.7.80

    .
    4 by assimilation to opt. in principal clause,

    ἦ τ' ἂν.. νῦν μὲν ἀνώγοιμι πτολεμίζειν.. ἐπὴν τεισαίμεθα λώβην Il.19.208

    ;

    ὃς τὸ καταβρόξειεν ἐπεὶ κρητῆρι μιγείη Od.4.222

    .
    5 ἐπειδάν c. opt. is f.l. in some passages of early authors, as X.Cyr.1.3.11, D.30.6 (c. ind., Plb.13.7.8): found in later Gr., Agath.2.5, al., Zos.5.18.10.
    IV with Inf., only in orat. obliq., ἐπειδὴ δὲ κατὰ σχολὴν σκέψασθαι, κόπτεσθαι (sc. ἔφη) Pl.R. 619c, cf.Smp. 174d, Hdt.4.10, 7.150.
    V with other words:
    1 ἐ. τάχιστα as soon as, freq. separated by a word,

    ἐ. ἦλθε τάχιστα,.. ἀπέδοτο X.An.7.2.6

    ;

    ἐ. δὲ τάχιστα διέβη Id.Cyr.3.3.22

    ;

    ἐ. θᾶττον Arist.Pol. 1284a40

    ;

    ἐ. εὐθέως X.HG3.2.4

    ;

    ἐ... αὐτίκα Pi.N.1.35

    ;

    ἐπειδὴ τάχιστα Pl.Prt. 310c

    , D.27.16;

    ἐπειδὰν τάχιστα Hdt.8.144

    , X.An.3.1.9; rarely

    ἐπειδὴ θᾶττον D.37.41

    ;

    ἐπειδὰν θᾶττον Pl.Prt. 325c

    .
    b

    ἐ. τὰ πρῶτα Il.12.420

    ;

    ἐ. τὸ πρῶτον A.Ag. 1287

    .
    2 with emphatic Particles, ἐπεὶ ἄρα when then, in continuing a narrative, Il.6.426; ἐπεὶ οὖν when then, in resuming a narrative, 1.57, 3.4;

    ἐπεὶ ὦν Hdt.3.9

    ;

    ἐπεὶ γὰρ δή Id.9.90

    , etc.
    B CAUSAL ( ἐπεί more freq. in this sense in early Prose: ἐπειδή whereas is used in preambles of decrees, IG22.103, etc.;

    ἐπειδήπερ

    inasmuch as, Ev. Luc.

    1.1

    ), since, seeing that, freq. from Hom. downwards:
    1 with Ind. (after both present and past tenses),

    ἐ. οὐδὲ ἔοικε Il.1.119

    , cf. 153, 278, Pi.O.4.16, X.Mem.2.3.4;

    ἐπειδή Th.8.80

    ;

    ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις Pl.Prt. 335c

    ;

    νίκη δ' ἐπείπερ ἕσπετ', ἐμπέδως μένοι A.Ag. 854

    ; freq. with past tenses with

    ἄν, ἐπεὶ οὔποτ' ἂν στόλον ἐπλεύσατ' ἄν S.Ph. 1037

    ;

    ἐπεὶ οὔ κεν ἀνιδρωτί γ' ἐτελέσθη Il.15.228

    , cf. D. 18.49; οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε εἷλέν μ'· ἐπεὶ οὐδ' ἂν ὧδ' ἔχοντ' (sc. εἷλεν) S.Ph. 948: esp. in the sense, for otherwise.., Pi.O.9.29, S.OT 433, X.Mem.2.7.14, Herod.2.72, etc.: so c. [tense] fut., ἐξέστω δὲ μηδενὶ.. τεθῆναι.., ἐ. ἀποδώσει.. otherwise he shall pay.., Rev.Et.Anc.4.261 (near Smyrna): c. imper., ἐ. δίδαξον for teach me, S.El. 352, OC 969, cf. OT 390, Ar.V.73, Pl.Grg. 473e: with an interrog., ἐ. πῶς ἂν καλέσειας; for how would you call him? Ar.Nu. 688, cf. Pi.P.7.5, A.Ch. 214, S. Tr. 139 (lyr.);

    ὦ Ἀλκιβιάδη, ἐπειδὴ περὶ τίνος Ἀθηναῖοι διανοοῦνται βουλεύεσθαι, ἀνίστασαι συμβουλεύσων; Pl.Alc.1.106c

    .
    2 c. Opt.,

    ἐ. ἂν μάλα τοι σχεδὸν ἔλθοι Il.9.304

    , cf. S.Aj. 916; so after past tenses on the principle of orat. obliq., ἐπείπερ ἡγήσαιντο since (as they said) they believed, X.Mem.1.4.19.
    3 c. Inf. in orat. obliq.,

    ἐ. γιγνώσκειν γε αὐτά Pl.Prt. 353a

    , cf. Hdt.8.111, Th.2.93.
    4 in elliptical expressions, ἀδύνατός [εἰμι], ἐ. ἐβουλόμην ἂν οἷός τ' εἶναι I am unable (and yet I am sorry), for I should like to have the power, Pl.Prt. 335c; so εἶμι· ἐ. καὶ ταῦτ' ἂν ἴσως οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουον ibid. (here the sense may be given by and yet, although, cf. ib. 333c, 317a, Ap. 19e, Smp. 187a, Arist.EN 1121a19); ἐ. ὅ γε ἀποθανὼν πελάτης τις ἦν ἐμός and yet (moreover) the murdered man was my own hired man, Pl. Euthphr.4c.
    b sts. after a voc., where 'listen' may be supplied,

    Ἕκτορ, ἐ. με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας Il.3.59

    , cf. 13.68, Od.3.103, 211.
    5 with other Particles, ἐ. ἄρα, ἐ. ἂρ δή since then, Od.17.185; ἐ. γε (

    ἐπεί.. γε Il.1.352

    , Hes. Th. 171), more emphatic than ἐ., since indeed, E.Cyc. 181, Hipp. 955; ἐπειδή γε ib. 946, Pl.Phd. 77d, D.54.29; sts. separated,

    ἐπειδή.. γε S.El. 631

    , Pl.Phd. 87c;

    ἐ. γε δή Hdt.3.9

    , S.Ant. 923,

    ἐπειδή γε καί Th.6.18

    ; ἐ. ἦ since in truth,

    ἐ. ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστι Il.1.169

    , cf. 156, Od.9.276; ἐπείπερ (

    ἐ... περ Il.13.447

    , Od.20.181) in Trag. and Prose, A.Ag. 822, S.OC75, Pl.Phd. 114d; ἐπειδήπερ in Com. and Prose, Ar.Ach. 437, 495, Nu. 1412, Th.6.18, Pl.R. 350e; ἐ. τοι since surely, S.OC 433;

    ἐ. νύ τοι Il.1.416

    ;

    ἐ. τοι καί E. Med. 677

    , Pl.R. 567e. [ἐ. sts. begins a verse in Hom., Il.22.379, Od. 4.13, 8.452, 21.25; sts. coalesces by synizesis with οὐ, οὐδέ, etc., S. Ph. 446, 948, etc.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεί

См. также в других словарях:

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • πελατειακός — ή, ό [πελάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη ή στην πελατεία, όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φρ. «πελατειακές σχέσεις», για να δηλώσει τις σχέσεις τών λεγόμενων «κομμάτων εξουσίας» με τους οπαδούς τους, με την έννοια τής… …   Dictionary of Greek

  • προσπελάτης — ὁ, Α [πελάτης] εργάτης ή δουλοπάροικος, σε αντιδιαστολή προς τον δούλο, που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του καρπούμενος ένα μέρος τής σοδειάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»