-
1 προς-ορμίζω
προς-ορμίζω, bei einem Orte das Schiff vor Anker legen, u. med. sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen, προςορμίζεσϑαι πρὸς τὴν νῆσον, Her. 6, 97; ποῖ δὴ προςορμιούμεϑα, Dem. 4, 44, vgl. 25, 84; νήσῳ, D. Hal. 1, 53; Plut. Aem. Paul. 26.
-
2 ὁρμίζω
ὁρμίζω (ὅρμος, vgl. ὁρμέω), auf einen sichern Ankerplatz, in die Bucht bringen, vor Anker legen, einlootsen, ναῦν, Od. 3, 11. 12, 317; Her. 6, 107; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν, ὑψοῦ ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν, ein Schiff auf hoher See vor Anker legen, Il. 14, 77 Od. 4, 785. 8, 55; pass. vor Anker gehen, liegen, ὡρμίσϑη εἰς Φοινικοῦντα, Xen. Hell. 4, 8, 7; πρὸς τὴν γῆν, 1, 4, 18; Soph. τύχῃ πρὸς ταὐτὸν ὁρμισϑεὶς πέδον, an dasselbe Land gelandet, Phil. 572; Eur. δεσμοῖς ναῦς ὅπως ὡρμισμένος, Herc. Fur. 1094; ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη, I. T. 1328; ναῦς ὡρμισμένη auch Ar. Thesm. 1106; ὡς οἴκαδ' ὁρμίσῃ πλάτην Eur. Troad. 1155; übertr. auf Landmärsche, στρατὸν ὁρμίσας εἰς γῆν, Or. 352; – καταγομένας τὰς νέας ὥρμιζε, Her. 6, 107; med., οἱ αὐτοῦ ὁρμισάμενοι, die sich dort vor Anker gelegt hatten, 9, 96; vgl. Thuc. 2, 86; Xen. An. 6, 2, 1. Xen. sagt auch von Schläuchen, die statt einer Brücke dienen sollen und mit angebundenen Steinen fest gelegt werden, ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκὸν λίϑους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥςπερ ἀγκύρας εἰς τὸ ὕδωρ, An. 3, 5, 10. Sp., wie Pol. 5, 17, 9, oft; auch übertr., in Sicherheit u. Ruhe bringen.
-
3 ὁρμίζω
A- ίσσω Il.14.77
: [tense] aor.ὥρμισα Od.4.785
, etc.:— [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut.- ιοῦμαι Th.6.42
: [tense] aor.ὡρμισάμην Hdt.9.96
, Th. 2.86, etc.: less freq. ὡρμίσθην (v. infr.): [tense] pf. : ( ὅρμος II):—bring to a safe anchorage, bring into harbour, moor, anchor,νῆα Od.3.11
, 12.317, cf. Hdt.6.107 ;ἐπ' ἀγκυρῶν [τριήρεις] Th.7.59
; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν moored the ship in the deeper water, Od.4.785, 8.55 ;ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας X.An.3.5.10
; οἴκαδ' ὁ. πλάτην bring the ship safe home, E.Tr. 1155 (v. l.); ὁ. τινὰ εἰς λιμένας, of Zeus, AP9.9 (Jul. Polyaen.); bring to land, ἀσπίδα.. θάλασσα.. παρὰ τύμβον.. ὥρμισεν ib. 115: metaph., ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην that she wrapped it safely, put it to rest, in swathing bands, A.Ch. 529.II [voice] Med. and [voice] Pass., come to anchor, lie at anchor, Hdt.9.96, Antipho 5.22 ;Κύπριδος ὁρμισθεῖσα.. ἐν λιμένεσσιν Emp.98.3
, cf. E.Or. 242 ; ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω [τοῦ Ῥίου] ὡρμίσαντο, Th.2.86;ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Χερρονήσῳ X.An.6.2.2
; πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον having come to a place and anchored there, S.Ph. 546 ;πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς X.HG1.4.18
;ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην Id.An.6.1.15
, cf. D.7.15, etc.;ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] ἐς τὸ νησίδιον ὁρμίζονται Th.8.11
.2 metaph., to be in haven, i. e. rest in safety,εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Philem. 213.9
; ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, i.e. to die, Ael.Fr.79 ; dependent on..,E.
HF 203. -
4 ορμιζω
(fut. ὁρμίσω - эп. ὁρμίσσω)1) ставить на якорь(ναῦν Hom.)
2) (тж. ὁ. ἐπ΄ ἀγκυρῶν Thuc.) становиться на якоре(ὁ. ὕψι или ὁ. ὑψοῦ ἐν νοτίῳ Hom.; περὴ τον Θύμβριν ποταμόν Plut.; παρὰ τῇ Χερρονήσῳ Xen.)
3) укреплять на воде ( словно якорем)(ἕκαστον ἀσκόν Xen.)
(πλάτην οἴκαδε Eur.; τινὰ εἰς λιμένας Anth.)
πρὸς ταὐτὸν ὁρμίζεσθαι πέδον Soph. — прибыть в тот же самый край5) помещать, укладывать, укутывать(ἐν σπαργάνοισι, sc. τὸν παῖδα Aesch.)
6) pass. находиться в зависимости -
5 ὁρμίζω
ὁρμίζω, auf einen sichern Ankerplatz, in die Bucht bringen, vor Anker legen, einlotsen; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν, ὑψοῦ ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν, ein Schiff auf hoher See vor Anker legen; pass. vor Anker gehen, liegen; τύχῃ πρὸς ταὐτὸν ὁρμισϑεὶς πέδον, an dasselbe Land gelandet; übertr. auf Landmärsche; οἱ αὐτοῦ ὁρμισάμενοι, die sich dort vor Anker gelegt hatten; auch von Schläuchen, die statt einer Brücke dienen sollen und mit angebundenen Steinen fest gelegt werden; auch übertr., in Sicherheit u. Ruhe bringen -
6 καθ-ορμίζω
καθ-ορμίζω, das Schiff in den Hafen einlaufen lassen; τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plut. Cat. min. 39; καϑώρμισαν πρός τι πολισμάτιον, sc. τὰς ναῦς, sie landeten bei einem Städtchen, Pol. 1, 53, 10. – Med. in einen Hafen einlaufen, anlanden, ταῖς ναυσὶν εἰς τὴν Θάψον καϑορμισάμενοι Thuc. 6, 97, öfter, u. Folgde, πρὸς τὴν γῆν καϑωρμίσατο D. Cass. 48, 47; aor. pass., καϑωρμίσϑη πρὸς τὴν πόλιν, εἰς τὸν λιμένα, ἐν ταῖς νήσοις, Pol. 1, 21, 5. 44, 2. 6 Plut. Sull. 26. – Uebertr., ἐς τάςδε σαυτὸν πημονὰς καϑώρμισας Aesch. Prom. 967, du hast dich selbst in dieses Leid gestürzt; ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plut. coh. ira 5.
-
7 προςορμίζω
προς-ορμίζω, bei einem Orte das Schiff vor Anker legen; sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen -
8 καθορμιζω
(fut. καθορμίσω - атт. καθορμιῶ, aor. καθώρμισα; aor. med. καθωρμισάμην, aor. pass. καθωρμίσθην)1) ( о кораблях) вводить (в порт)(τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plut.)
καθώρμισαν (sc. τὰς ναῦς) πρός τι πολισμάτιον Polyb. — они пристали (к берегу) близ одного городка2) med. ( на корабле) входить, причаливать(εἰς τὸν λιμένα Polyb.; ἐν ταῖς νήσοις Plut.)
ταῖς ναυσὴν εἰς τέν Θάψον καθορμισάμενοι Thuc. — причалив к Тапсосу3) перен. погружать, ввергать(ἐς πημονάς τινα Aesch.)
κ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plut. — предаваться отдыху4) связывать, присоединятьκαθώρμισται ἥ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν Arst. — мочевой пузырь соединяется с почками
-
9 περιορμιζω
ставить на якорь, т.е. приводить в порт(ναῦν Dem.; τὸ ναυτικόν Plut.)
περιορμισάμενοι τὸ πρὸς νότον τῆς πόλεως Thuc. — став на якоре с южной стороны города -
10 προσορμιζω
преимущ. med. причаливать, становиться на якорь(Κνίδῳ Luc.; med.: πρὸς τέν νῆσον Her.; τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plut.)
См. также в других словарях:
ορμίζω — (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει 2. μέσ. ορμίζομαι αγκυροβολώ σε λιμάνι αρχ. 1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία 2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω 3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά 4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι,… … Dictionary of Greek
εξορμίζω — (AM ἐξορμίζω) (για πλοίο) 1. οδηγώ από τον όρμο ή το λιμάνι στα ανοιχτά 2. μεσ. αποπλέω αρχ. 1. ρίχνω στη θάλασσα («ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν» ρίχνουμε στη θάλασσα όσα πρέπουν στους νεκρούς, Ευρ.) 2. παθ. (για μέλος τού σώματος)… … Dictionary of Greek
καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… … Dictionary of Greek
υφορμίζω — Α (μόνον μέσ.) ὑφορμίζομαι α) μπαίνω στο λιμάνι, προσορμίζομαι β) μτφ. βρίσκομαι σε έναν τόπο ή, κυρίως, βρίσκομαι κάτω από έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὁρμίζω «φέρνω προς την ξηρά, οδηγώ το πλοίο σε όρμο, ρίχνω άγκυρα»] … Dictionary of Greek