-
1 Κνίδω
-
2 Κνίδῳ
-
3 Κνίδωι
Κνίδῳ, ΚνίδοςCnidos: masc dat sg -
4 προσορμιζω
преимущ. med. причаливать, становиться на якорь(Κνίδῳ Luc.; med.: πρὸς τέν νῆσον Her.; τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plut.)
-
5 προσορμίζω
A bring a ship to anchor at or near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Luc. Am.11, cf. PTeb.802.11 (ii B.C.);π. τοῖς αἰγιαλοῖς Iamb.VP3.14
;πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG12(5).653.12
(Syros, perh. i B.C.):—in early writers only [voice] Med., come to anchor near a place, ; πρὸς τουτους (sc. λιμένας)μὴ προσορμίζου D.25.84
; ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; Id.4.44;προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plu.Aem.26
:—later in [voice] Pass.,προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Arr.An.6.20.4
, cf. Plu.2.601f;τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Ael.VH8.5
, cf. Ev.Marc.6.53: metaph.,π. τοῖς μύθοις Philostr.Her.11
;εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις Ph.2.38
(nisi leg. προσοριζ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσορμίζω
См. также в других словарях:
Κνίδῳ — Κνίδος Cnidos masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδωι — Κνίδῳ , Κνίδος Cnidos masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάσυρνος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σταφυλῆς ἐν Κνίδῳ» … Dictionary of Greek