-
1 προς-κλαίω
προς-κλαίω (s. κλαίω), dazu, dabei weinen, beweinen; Eur. Phoen. 1520; μυρία προςκλαύσας, Ael. V. H. 9, 39.
-
2 προς-ανα-κλαίω
προς-ανα-κλαίω, att. - κλάω (s. κλαίω), dazu, mit Einem beweinen, Synes. u. a. Sp.
-
3 κλαίω
κλαίω, att. κλάω, fut. κλαύσομαι u. κλαυσοῦμαι, wie κλαυσούμεϑα Ar. Pax 1081; auch κλαύσω, Maneth. 3, 143; κλαύσεις Theocr. 23, 24, wenn nicht mit Mein. κλαυσεῖ zu ändern ist; auch κλαιήσω, Dem. 21, 99. 37, 48 u. Sp.; od. att. κλαήσω, Dem. 19, 310; aor. ἔκλαυσα, perf. κέκλαυμαι, Sp. κέκλαυσμαι, wie Plut. cons. Apoll. 27; – weinen, klagen, Hom. u. Folgde; neben ὀδύρομαι, Od. 8, 577; καὶ κωκύειν 19, 541; ἀμφὶ δέ σε Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες κλαύσονται Il. 18, 339; auch von Pferden, 17, 426; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσϑαι πρέπει Aesch. Spt. 638; κλαίω, στένομαι 854, vgl. Ag. 18; Soph. u. Eur.; in Prosa, ὅταν ἅμα χαίροντες κλάωσι Plat. Phil. 48 a, καὶ ἀγανακτῶ Phaed. 117 d; Sp.; αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, ich werde ihn als einen Weinenden fortschicken, werde ihn unter Schlägen fortjagen, Il. 2, 263, u. so bei den Folgdn κλαίω = bestraft werden, κλάοις ἂν εἰ ψαύσειας Aesch. Suppl. 926, κλάων δοκεῖς μοι ἁγηλατήσειν Soph. O. R. 401; σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς 1152; Ant. 750; κλαύσει φιλῶν τὸν οἶνον Eur. Cycl. 551; bes. bei den Comic., wie Ar. Nubb. 58 Vesp. 1327; auch κλαίειν λέγω σοι, im Ggstz von χαίρειν σοι λέγω, ich wünsche dir alles Schliume an den Hals, Her. 4, 127 und Ar. Plut. 62, dem οἰμώζειν λέγω σοι entsprechend, vgl. Vesp. 584; ἑφϑῇ κλαίειν ἀγορεύω Philox. Ath. I, 5 d; – αἵματι κλαίειν, blutige Thränen weinen, Heliod. 4, 8; Zenob. 1, 34; darnach auch δάκρυσι κλαίειν, D. Cass. 59, 27. – Trans., beklagen, beweinen, τινά, bes. einen Verstorbenen, Il. 20, 210 Od. 1, 363; öfter bei den Tragg. εἴπερ τι κλάεις τῶν Ὀρεστείων κακῶν Soph. El. 1106; μηδὲ ἄλλα κλαίοντά τε καὶ ὀδυρόμενον ὅσα Plat. Rep. III, 388 c; auch pass., σποδὸς ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου Aesch. Ch. 674; αὐτὰ κέκλαυται βῶλος· ἐκ κεκλαυσμένας δ' ἀναϑαλήσεται στάχυς Heraclid. 3 (VII, 281); fut., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ar. Nubb. 1436, ich werde vergeblich klagen. – Med. bei sich, für sich weinen, = act.; Aesch. Spt. 903 Ch. 450; τροφὸν δ' Ὀρέστου τήνδ' ὁρῶ κεκλαυμένην 720; vgl. Soph. O. R. 1490. – [Ἔκλαεν mit kurzem α steht Theocr. 14, 32, als aor. II.?]
-
4 προς-κατα-κλαίομαι
προς-κατα-κλαίομαι (s. κλαίω), nach dazu beweinen, Pol. 40, 2, 9.
-
5 ἀνα-κλαίω
ἀνα-κλαίω (s. κλαίω), in Weinen ausbrechen, aor. ἀνακλαύσας, Her. 3, 14, 66; beweinen, 3, 14; ϑανόντα Theocr. 1, 72. Im med. klagen, ὑμῖν τάδε ἀνακλάομαι Soph. Phil. 927; πρός τινά τι ἀνακλαύσασϑαι, Antiph. II, δ, 1; so oft im med., Dion. H.; Plut. Cat. min. 23.
-
6 προςκλαίω
προς-κλαίω, dazu, dabei weinen, beweinen -
7 προςανακλαίω
προς-ανα-κλαίω, dazu, mit einem beweinen -
8 ἍΜΑ
ἍΜΑ (verw. ὁμοῠ, σύν, ξύν, cum, ϑαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν ϑεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώϑησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα ϑεοὶ δόσαν ἀνϑρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσϑαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν ϑ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειϑ' ἅμα μῠϑος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα ϑ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῠϑον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνϑα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ ϑ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλϑον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεϑα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσϑαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔϑηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαϑ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ ϑωρηχϑέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσϑην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαϑὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσϑου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαϑός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεϑα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός ϑ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁϑούνεκ' ἔσοιϑ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνϑευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῠτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηϑείσης, προςεβοήϑουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποϑνήσκοντος τοῦ ἀνϑρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσϑῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιϑ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῠ σώματος ἄνϑει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσϑ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.
См. также в других словарях:
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek